Φοροδιαφυγή για την υποβολή ανακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος 149/2017 ΕΦ ΑΘ

Φοροδιαφυγή για την υποβολή ανακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος 149/2017 ΕΦ ΑΘ

149/2017 ΕΦ ΑΘ (ΠΟΙΝ) 

Φοροδιαφυγή για την υποβολή ανακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος ο δε φόρος που αναλογεί στο καθαρό εισόδημα που έχει αποκρυβεί υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ. Ένσταση δεδικασμένου. Απορρίπτει ένσταση καθόσον θεωρείται ότι τα αδικήματα του άρθρου 17 Ν. 2523/1997 και 25 παρ.1 του Ν.1882/1990 αποσκοπούν στον κολασμό διαφορετικών εγκληματικών συμπεριφορών και συνεπώς μεταξύ αυτών, δεν υπάρχει ταυτότητα πράξης αλλά αληθής συρροή. Αυτοτελής ισχυρισμός αναγνώρισης ελαφρυντικής περίπτωσης του άρθρου 84 παρ. 2β ΠΚ. Δεκτός ο αυτοτελής ισχυρισμός. Αίτηση περί μετατροπής της ποινής φυλάκισης σε κοινωφελή εργασία. Δεκτή η αίτηση. Η απόφαση αυτή εισήχθη στη ΝΟΜΟΣ με επιμέλεια της Αικατερίνης Πουρναρά, δικηγόρου Αθηνών και της Γεωργίας Παλαιολόγου, δικηγόρου Αθηνών.

 

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αριθμός: 149/2017

 

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ

Του Εφετείου Αθηνών (Ζ’ Τριμελούς Κακ/των)

Δημόσια συνεδρίαση της 17ης Ιανουάριου 2017 (σε συνέχεια της δικασίμου

της 7ης Δεκεμβρίου 2016)

 

ΔΙΚΑΣΤΕΣ κ.λ.π.

Μαρία ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ΑΝΔΡΕΑΔΟΥ

Προεδρεύουσα Εφέτης

Αντιγόνη ΚΑΣΤΙΖΑ

Βασιλική ΤΖΟΥΔΑ

Εφέτες

Ελισάβετ ΒΙΔΡΑ

Αντεισαγγελέας Εφετών

Κυριακή ΣΩΤΗΡΑΚΟΥ

Γραμματέας

 

ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΙ

1) ………………….

…………………..

που γεννήθηκε στη Γαλλία το 1951,

κάτοικος ………..

ΑΠΩΝ

(δια πληρεξουσίου παράσταση)

 

2)    ……………….

που γεννήθηκε στα Χανιά, …….

κάτοικος ……..

και ήδη κρατούμενος στις φυλακές

ΠΑΡΩΝ

3)   ……………….

που γεννήθηκε

στην Αθήνα 1968,

κάτοικο ………….

ΑΠΩΝ

(δια πληρεξουσίου παράσταση)

 

ΠΡΑΞΗ

Φοροδιαφυγή για την υποβολή ανακριβούς δήλωσης στη φορολογία εισοδήματος ο δε φόρος που αναλογεί στο καθαρό εισόδημα που έχει αποκρυβεί υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ.

(Παραλείπονται έκθεση πρακτικών κλπ.)

Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 και 3 ΚΠΔ, αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει παύσει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ` αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός. Αν παρά την απαγόρευση αυτή ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου πρέπει, να συντρέχουν α) αμετάκλητη απόφαση (ή βούλευμα), που αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη για μια αξιόποινη πράξη, β) ταυτότητα προσώπου και γ) ταυτότητα πράξης ως ιστορικού γεγονότος στο σύνολο του, που περιλαμβάνει όχι μόνο την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκλήθηκε από αυτή. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 17, 18 και 19 του ν. 2523/1997 “Διοικητικές – Ποινικές Κυρώσεις στη Φορολογική Νομοθεσία” προκύπτει, ότι τα εγκλήματα της φοροδιαφυγής, που προβλέπονται από τις πιο πάνω διατάξεις αναφέρονται περιοριστικά και μόνον α) στην παράλειψη υποβολής ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης φόρου εισοδήματος (άρθρο 17), β) στην μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση ΦΠΑ και παρακρατουμένων φόρων, τελών ή εισφορών (άρθρο 18) και τέλος γ) στην έκδοση ή αποδοχή πλαστών, νοθευμένων ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (άρθρο 19). Ειδικότερα, κατά το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 2523/1997, υπό την ισχύ του οποίου φέρεται τελεσθείσα, η προκειμένη φοροδιαφυγή, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με την παρ. 2 δ’ του άρθρου 2 Ν. 3943/2011, “αδίκημα μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης στο Δημόσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου – εργασιών και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενών φόρων, τελών ή εισφορών διαπράττει ο φορολογούμενος, ο οποίος, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή αυτών, δεν απέδωσε ή απέδωσε ανακριβώς τους άνω φόρους, τέλη ή εισφορές ή συμψήφισε ή εξαπατώντας τη φορολογική αρχή έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α, τιμωρούμενος: α) με φυλάκιση, εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του Φ.Π.Α. που συμψηφίσθηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, ανέρχεται σε ετήσια βάση έως το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, β) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του Φ.Π.Α., που συμψηφίσθηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, ανέρχεται σε ετήσια βάση από το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ μέχρι το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ και γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει σε ετήσια βάση τα εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) ευρώ. Με την διάταξη του άρθρου 17 του ίδιου νόμου προβλέπονται εγκλήματα φοροδιαφυγής στη φορολογία εισοδήματος, ενώ με την διάταξη του άρθρου 19 του ίδιου νόμου εγκλήματα φοροδιαφυγής με την έκδοση ή αποδοχή πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, ενώ με τις διατάξεις των άρθρων 19 παρ. 2 και 21 παρ. 7 του ίδιου νόμου, προσδιορίζεται νομοθετικά η σχέση συρροής μεταξύ των διαφόρων αδικημάτων του νόμου τούτου, αφού ορίζεται με αυτές, ότι τα αδικήματα αυτά είναι αυτοτελή και ανεξάρτητα μεταξύ τους. Έτσι είναι δυνατόν ο δράστης, που αποδέχεται ένα εικονικό φορολογικό στοιχείο, και στη συνέχεια το χρησιμοποιεί, μέσω των υποβαλλόμενων περιοδικών καταστάσεων για να κερδίσει και την έκπτωση του αναγραφόμενου στο τιμολόγιο Φ.Π.Α από τον φόρο εκροών της επιχείρησης του, τελεί και τα τρία αδικήματα φοροδιαφυγής, δηλαδή φοροδιαφυγή στο εισόδημα, στον Φ.Π.Α και στον Κ.Β.Σ (άρθρα 17, 18 και 19 του 2523/1997). Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 2523/1997 και, στη συνέχεια, με το άρθρο 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από την 01-01-2004, “Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000)        ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α` , υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α`, υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Με την παραπάνω διάταξη θεσπίζεται η ποινική ευθύνη από τη μη καταβολή προς το Δημόσιο χρεών, που είναι βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ) και η ποινική μεταχείριση διαφοροποιείται από το αδίκημα της φοροδιαφυγής ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, αλλά και ως προς το ύψος του μεγέθους του χρέους. Έτσι, από την αντιπαραβολή των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι, τόσο κατά την αντικειμενική όσο και κατά την υποκειμενική τους υπόσταση τα θεσπιζόμενα, με αυτές, εγκλήματα αποσκοπούν στον ποινικό κολασμό διαφορετικών εγκληματικών συμπεριφορών και συνεπώς μεταξύ αυτών, δεν υπάρχει ταυτότητα πράξης αλλά αληθής συρροή (ΑΠ 58/2014, 791/2014, 459/2015). Ενόψει των ανωτέρω, από την αντιπαραβολή των προπαρατεθεισών διατάξεων των άρθρων 17 του ν. 2523/1997 και 25 παρ.1 του ν. 1882/1990, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 2523/1997 και στη συνέχεια με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 3220/2004 αλλά και την πρόσφατη αντικατάστασή τους με τις διατάξεις των ν. 4337/2015 και 4321/2015 προκύπτει, ότι τόσο κατά την αντικειμενική όσο και κατά την υποκειμενική τους υπόσταση τα θεσπιζόμενα, μ’ αυτές, εγκλήματα αποσκοπούν στον ποινικό κολασμό διαφορετικών εγκληματικών συμπεριφορών και δεν υπάρχει ταυτότητα διαφοράς,

ώστε να παράγεται δεδικασμένο από την καταδίκη ενός από αυτά που εμποδίζει την δίωξη ή καταδίκη του υπαιτίου για το άλλο, αλλά αληθής συρροή. (ΑΠ 130/2016, ΑΠ 135/2016, ΑΠ 224/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Στην κρινομένη υπόθεση, οι συνήγοροι των πρώτου και τρίτου των κατηγορουμένων ισχυρίζονται δια του ως άνω εγγράφως υποβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού τους ότι οι παραπάνω κατηγορούμενοι ………. και ………, ο μεν πρώτος τούτων δυνάμει της υπ’ αριθ. 830/2015 τελεσίδικης αποφάσεως του Γ` Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, ο δε δεύτερος τούτων δυνάμει της υπ’ αριθ. 3788/2014 ήδη αμετάκλητης αποφάσεως του Α` Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών κηρύχθηκαν ένοχοι για παράβαση του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. γ`,2,3,6,7 Ν. 1882/1990 για μη απόδοση στο Ελληνικό Δημόσιο ποσού 630.011,14 ευρώ που αφορούσαν βεβαιωμένα χρέη από εισοδήματα οικονομικού έτους 2003 και δη, μεταξύ άλλων, και ποσού 174.721,63 ευρώ, που αφορά το επίδικο ποσό, για το οποίο κατηγορήθηκαν δυνάμει του υπ’ αριθ. 62/2014 κλητηρίου θεσπίσματος του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και καταδικάστηκαν δυνάμει της εκκαλουμένης αποφάσεως. Περαιτέρω ισχυρίζονται οι ως άνω κατηγορούμενοι ότι, με τα δεδομένα που εξέθεσαν, η επίδικη κατηγορία καλύπτεται από την αρνητική λειτουργία του δεδικασμένου και συνεπώς πρέπει ν’ απορριφθεί. “Οπως αποδείχθηκε όμως οι κατηγορούμενοι έχουν δικασθεί για την προαναφερθείσα αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο ήτοι για παράβαση του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. γ`,2,3,6,7 Ν. 1882/1990, και όπως ήδη προαναφέρθηκε η προαναφερθείσα αξιόποινη πράξη (μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο) είναι διαφορετική εκείνης που εν προκειμένω του αποδίδεται, ήτοι της φοροδιαφυγής υπό τη μορφή της ανακριβούς δήλωσης στη φορολογία εισοδήματος, ο δε φόρος που αναλογεί στο καθαρό εισόδημα που έχει αποκρυβεί υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, που κατά το χρόνο εκδόσεως του υπ’ αριθ. 62/2014 κλητηρίου θεσπίσματος προβλεπόταν και ετιμωρείτο από τις διατάξεις του άρθρου 17 του Ν. 2523/1997 και ήδη, κατ’ εφαρμογή, κατ’ άρθρ. 2 ΠΚ, του επιεικεστέρου νόμου 4174/2013, όπως τροπ. από άρθρ. 8 Ν. 4337/2015, αφού τόσο κατά την αντικειμενική όσο και κατά την υποκειμενική τους υπόσταση τα θεσπιζόμενα, με αυτές, εγκλήματα αποσκοπούν στον ποινικό κολασμό διαφορετικών εγκληματικών συμπεριφορών και δεν υπάρχει ταυτότητα διαφοράς, ώστε να παράγεται δεδικασμένο από την καταδίκη ενός από αυτά που εμποδίζει την δίωξη ή καταδίκη του υπαιτίου για το άλλο, αλλά αληθής συρροή. (ΑΠ 130/2016, ΑΠ 135/2016, ΑΠ 224/2016, ΑΠ 558/2014, 791/2014, 459/2015 ΤΝ11 ΝΟΜΟΣ). Με τα δεδομένα αυτά, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο αντίστοιχος ισχυρισμός των προαναφερθέντων κατηγορουμένων.

 

Περαιτέρω, από τα ήδη προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι στο …………. Αττικής και με την ιδιότητά τους ως νομίμων εκπροσώπων και διαχειριστών της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………..»(Α.Φ.Μ. …..), με αντικείμενο εργασιών την οργάνωση εκδηλώσεων και έδρα το … Αττικής (οδός ……) τέλεσαν το αδίκημα φοροδιαφυγής για την υποβολή ανακριβούς δήλωσης στη φορολογία εισοδήματος και συγκεκριμένα, προκειμένου να αποφύγουν την πληρωμή φόρου εισοδήματος, υπέβαλαν ανακριβή δήλωση φόρου εισοδήματος, ενώ ο φόρος, ο οποίος αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα, τα οποία έχουν αποκρυβεί, υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο τις 150.000,00 ευρώ και ειδικότερα κατά το οικονομικό έτος 2003 (διαχειριστική περίοδος από 01-01-2002 μέχρι 31-12-2002, υπέβαλαν ανακριβή δήλωση φορολογίας εισοδήματος, αποκρύπτοντας καθαρά εισοδήματα και ο αναλογών φόρος σε αυτά ανέρχεται σε 174.721,63 ευρώ πλέον προσαυξήσεων. Με τα δεδομένα αυτά, αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι οι κατηγορούμενοι, από πρόθεση, τέλεσαν την πράξη που τους αποδίδεται της φοροδιαφυγής υπό τη μορφή της ανακριβούς δήλωσης στη φορολογία εισοδήματος, ο δε φόρος που αναλογεί στο καθαρό εισόδημα που έχει αποκρυβεί υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, και συνεπώς πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι, εφαρμοζομένων όμως των διατάξεων του άρθρου 66 παρ. 1,3,4 του Ν. 4174/2013, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 8 Ν.4337/2015, που ως επιεικέστερος (ΑΠ 135/2016, ΑΠ 220/2016, ΑΠ 577/2016

ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), είναι εφαρμοστέος, κατ’ άρθρ. 2 ΠΚ. Περαιτέρω, πρέπει να αναγνωρισθεί στους κατηγορουμένους η συνδρομή στο πρόσωπό τους της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 εδ. β` ΠΚ, κατ’ άρθρ. 470 ΚΠΔ.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει με θεωρούμενο ως παρόντα, νόμιμα εκπροσωπούμενο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Αικατερίνης Πουρνάρα, τον α` κατηγορούμενο: ……… του ……… και της …., που γεννήθηκε στη Γαλλία το 1951, κάτοικο …… Αττικής (οδός ….), με παρόντα τον β` κατηγορούμενο : ….. και της …, που γεννήθηκε στα Χανιά Κρήτης το 1956 , κάτοικο ……. Αττικής (οδός ………………..) και ήδη κρατούμενο στις φυλακές και με θεωρούμενο ως παρόντα, νόμιμα εκπροσωπούμενο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Γεωργίας Παλαιολόγου, τον γ` κατηγορούμενο ……………………. του ….. και της ….., που γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968 , κάτοικο … Αττικής (οδός ………).

 

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις τους με αριθμούς 2, 12 και 1 αντίστοιχα και χρονολογία 4/1/2016, 12/1/2016 και 4/1/2016 αντίστοιχα κατά της απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών με αριθμό 1/4-1-2016.

 

Απορρίπτει την ένσταση περί δεδικασμένου που υπέβαλαν στο Δικαστήριο οι πληρεξούσιες δικηγόροι των α` και γ` κατηγορουμένων .

 

Κηρύσσει τους κατηγορούμενους ένοχους με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2β του ΠΚ του ότι: στο Παλαιό Φάληρο Αττικής και με την ιδιότητά τους ως νομίμων εκπροσώπων και διαχειριστών της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «….» (Α.Φ.Μ. …….), με αντικείμενο εργασιών την οργάνωση εκδηλώσεων και έδρα το … Αττικής (οδός ……) τέλεσαν το αδίκημα φοροδιαφυγής για την υποβολή ανακριβούς δήλωσης στη φορολογία εισοδήματος και συγκεκριμένα, προκειμένου να αποφύγουν την πληρωμή φόρου εισοδήματος, υπέβαλαν ανακριβή δήλωση φόρου εισοδήματος, ενώ ο φόρος, ο οποίος αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα, τα οποία έχουν αποκρυφτεί, υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο τις 150.000,00 ευρώ και ειδικότερα κατά το οικονομικό έτος 2003 (διαχειριστική περίοδος από 01-01-2002 μέχρι 31-12-2002 , υπέβαλαν ανακριβή δήλωση φορολογίας εισοδήματος, αποκρύπτοντας καθαρά εισοδήματα και ο αναλογών φόρος σε αυτά ανέρχεται σε 174.721,63 ευρώ πλέον προσαυξήσεων.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε. αμέσως στο ακροατήριο του.

 

Αθήνα, 17 Ιανουαρίου 2017.

 

Η Προεδρεύουσα Εφέτης                                                 Η Γραμματέας

 

Μετά την απαγγελία της απόφασης αυτής, διαβάστηκαν τα ποινικά μητρώα των κατηγορουμένων.

Η Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, πρότεινε να επιβληθεί στους κατηγορούμενους ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών εις έκαστον και να ανασταλεί για τον β` κατηγορούμενο και να μετατραπεί για τους α` και γ` κατηγορουμένους προς πέντε (5) ευρώ ημερησίως και να διαταχθεί η απόδοση της χρηματικής εγγύησης που είχε κατατεθεί για την προσωρινή απόλυση του α’ κατηγορουμένου και να καταδικαστούν οι κατηγορούμενοι και στα έξοδα της δίκης.

 

Οι συνήγορος των κατηγορουμένων ζήτησαν να επιβληθεί στους κατηγορούμενους, το ελάχιστο της ποινής.

 

Το Δικαστήριο, αφού διασκέφθηκε μυστικά στην έδρα του, με παρούσα τη Γραμματέα, κατάρτισε και η Πρόεδρος δημοσίευσε αμέσως την απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία έχει αριθμό 149/2017 και είναι η εξής:

 

Επειδή οι πράξεις για τις οποίες κηρύχθηκαν ένοχοι οι κατηγορούμενοι προβλέπονται και τιμωρούνται από τα άρθρα 1,12,14,26 παρ.1α ,27 παρ. 1,51,52,53 ΠΚ και άρθρο 66 παρ. 1,3,4 του Ν. 4174/2013, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 8 Ν.4337/2015, που ως επιεικέστερος (ΑΠ 135/2016, ΑΠ 220/2016, ΑΠ 577/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), είναι εφαρμοστέος, κατ’ άρθρ. 2 ΠΚ.

 

Επειδή κατά το άρθρο 79 Π. Κ., το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τόσο τη βαρύτητα του εγκλήματος, όσο και την προσωπικότητα των κατηγορουμένων, που κηρύχθηκαν ένοχοι. Για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος το Δικαστήριο αποβλέπει στη βλάβη που προξένησε το έγκλημα ή τον κίνδυνο που προκάλεσε, στη φύση, στο είδος και στο αντικείμενο του εγκλήματος, καθώς επίσης, σε όλες τις περιστάσεις χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου που συνόδευαν την προπαρασκευή ή την εκτέλεσή του, στην ένταση του δόλου των κατηγορουμένων. Κατά την εκτίμηση της προσωπικότητας των κατηγορουμένων, το Δικαστήριο σταθμίζει ιδίως το βαθμό της εγκληματικής τους διάθεσης που εκδήλωσαν κατά την πράξη. Για να τον διαγνώσει με ακρίβεια εξετάζει τα αίτια που τους ώθησαν στην εκτέλεση του εγκλήματος, την αφορμή που τους δόθηκε και το σκοπό που επιδίωξαν, το χαρακτήρα τους και στο βαθμό της ανάπτυξής του, τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και την προηγούμενη ζωή τους, τη διαγωγή τους κατά τη διάρκεια της πράξης και μετά την πράξη ιδίως τη μετάνοια που επέδειξαν και την προθυμία τους να επανορθώσουν τις συνέπειες της πράξης τους, συνάμα δε τόσο τους οικονομικούς τους όρους, όσο και των μελών της οικογένειάς τους, τα οποία συντηρούν. Έχοντας όλα τα στοιχεία αυτά υπόψη το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιβληθεί στους κατηγορούμενους ποινή φυλάκισης δεκαοκτώ (18) μηνών εις έκαστον.

 

Επειδή από την έρευνα του χαρακτήρα του α` κατηγορουμένου, που κηρύχθηκε ένοχος και τις άλλες περιστάσεις, το Δικαστήριο κρίνει ότι η χρηματική ποινή αρκεί να τον αποτρέψει από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων (άρθρο 82 Π.Κ. όπως τελικώς αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Νόμου 1419/1984).

 

Συντρέχει επομένως νόμιμη περίπτωση να μετατραπεί η παραπάνω ποινή σε χρηματική. Αν ληφθούν υπόψη για τον προσδιορισμό του ποσού και οι οικονομικοί όροι του α` κατηγορουμένου, που κηρύχθηκε ένοχος πρέπει κάθε ημέρα φυλάκισης να υπολογιστεί προς 5 ευρώ.

 

Επειδή από την έρευνα του χαρακτήρα του γ` κατηγορουμένου, που κηρύχθηκε ένοχος και τις άλλες περιστάσεις, το Δικαστήριο κρίνει ότι η χρηματική ποινή αρκεί να τον αποτρέψει από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων (άρθρο 82 Π.Κ. όπως τελικώς αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Νόμου 1419/1984).

 

Συντρέχει επομένως νόμιμη περίπτωση να μετατραπεί η παραπάνω ποινή σε χρηματική. Αν ληφθούν υπόψη για τον προσδιορισμό του ποσού και οι οικονομικοί όροι του γ` κατηγορουμένου, που κηρύχθηκε ένοχος πρέπει κάθε ημέρα φυλάκισης να υπολογιστεί προς 5 ευρώ.

 

Επειδή όπως προκύπτει από το αντίγραφο του ποινικού μητρώου του β` κατηγορουμένου, το οποίο βρίσκεται στη δικογραφία, αυτός δεν έχει καταδικαστεί αμετάκλητα μέχρι σήμερα, για κακούργημα ή πλημμέλημα, σε ποινή στερητική της ελευθερίας -άνω των δώδεκα μηνών. Από την έρευνα των περιστάσεων υπό τις οποίες διαπράχθηκε η πράξη και ιδιαίτερα από τα αίτιά της, τον προηγούμενο βίο και το χαρακτήρα του β` κατηγορουμένου, της διαγωγής του μετά την τέλεση της πράξης, τη μετάνοια που επέδειξε όπως και η προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειές της, το Δικαστήριο κρίνει ότι η εκτέλεση της ποινής δεν είναι απαραίτητη για να τον αποτρέψει από τη διάπραξη άλλων αξιόποινων πράξεων και πρέπει σύμφωνα με το άρθρο 99 ΠΚ να ανασταλεί η εκτέλεση της ποινής φυλάκισης, που του επιβλήθηκε, επί τρία (3) χρόνια.

 

Επειδή, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση της χρηματικής εγγύησης που είχε κατατεθεί για την προσωρινή απόλυση του α`κατηγορουμένου ( άρθρο 303 Κ. Ποιν. Δ.).

 

Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 582 Κ.Π.Δ σε συνδυασμό με το άρθρο 3 παρ. 1γ του ν. 663/77, όπως αυτό αναπροσαρμόστηκε σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 και 5α του Κανονισμού (ΕΚ) 1103/1997 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17-6-1997, το νόμο 2943/12-9-

2001 με τα άρθρα 3 και 6 όπως τροποποιήθηκε με το νόμο 3904/23-12-2010, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος έκαστου κατηγορουμένου τα έξοδα της παρούσας δίκης, που ανέρχονται σε εξακόσια (600) Ευρώ, (βλ. και υπ’ αρ. 123827/10 Υ.Α Υπουργ. Οικονομικών και Δικ/νης, Διαφάνειας και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Καταδικάζει τους κατηγορούμενους που κηρύχθηκαν ένοχοι, σε φυλάκιση δεκαοκτώ (18) μηνών εις έκαστον, και στα έξοδα της δίκης 600 € στον καθένα τα οποία θα εισπραχθούν χωρίς προσωπική τους κράτηση.

 

Μετατρέπει τη στερητική της ελευθερίας ποινή, που επιβλήθηκε στους α` και γ` κατ/νους , σε χρηματική προς 10 € για κάθε μέρα φυλάκισης.

 

Αναστέλλει την εκτέλεση της ποινής φυλάκισης των δεκαοκτώ (18) μηνών που επιβλήθηκε στον β` κατηγορούμενο για τρία (3) χρόνια.

 

Διατάζει να αποδοθεί στον καταθέτη η χρηματική εγγύηση των χιλίων (1.000) Ευρώ που έχει κατατεθεί ως περιοριστικός όρος του α` κατηγορουμένου …………. σε εκτέλεση της υπ` αριθμ. 16ΕΠ/2013 Διάταξης του 4ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών και για την οποία έχει συνταχθεί η έκθεση εγγυοδοσίας του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό 549/2013 από την οποία προκύπτει ότι έχει κατατεθεί σ` αυτόν το ισόποσο γραμμάτιο σύστασης παρακαταθήκης του Τ. Π. κ Δ. Αθηνών με αριθμό 676122/27-6-2013.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε αμέσως στο ακροατήριό του.

 

Αθήνα, 17 Ιανουαρίου 2017.

 

Η Προεδρέουσα Εφέτης                                                 Η Γραμματέας

 

Στο σημείο αυτό η πληρεξούσια δικηγόρος του α` κατηγορουμένου , αφού ζήτησε και έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο υπέβαλε αίτημα του κατηγορουμένου για μετατροπή της ποινής φυλακίσεως των δεκαοκτώ (18) μηνών, η οποία του επιβλήθηκε με την υπ’ αριθμ. 149/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, σύμφωνα με την διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 82 ΠΚ, όπως αντί καταστάθηκε με το άρθρο πρώτο, παρ. ΙΓ του Ν.4093/2012.

 

Στο σημείο αυτό η Πρόεδρος ρώτησε τη συνήγορο του αιτούντα, αν έχει κλητεύσει μάρτυρα προς απόδειξη των λόγων της κρινόμενης αιτήσεως και αυτή απάντησε καταφατικά.

 

Η Πρόεδρος εκφώνησε το όνομα της μάρτυρος και βρέθηκε παρούσα η …………..

 

Μετά από αυτά η Πρόεδρος κάλεσε την μάρτυρα για εξέταση , η οποία σε σχετικές ερωτήσεις για την ταυτότητα της αποκρίθηκε ότι ονομάζεται ……………. .γεννήθηκε το 1972 και κατοικεί στη …. (οδός ……), Ελληνίδα και Χριστιανή Ορθόδοξη, γνωρίζει τον α` κατηγορούμενο και συγγενεύει μ` αυτόν. Επομένως ορκίστηκε στο Ιερό Ευαγγέλιο κατά το άρθρο 218 του Κ.Ποιν.Δ. και εξεταζόμενος κατέθεσε τα παρακάτω:

 

«Είμαι η σύζυγος του α` κατηγορούμενου. Ο σύζυγός μου είναι 65 ετών. Είχε εταιρίες σχετικές με την επικοινωνία. Είναι από το 1980 στην Ελλάδα . Τελείωσε το πανεπιστήμιο στη Γαλλία. Σπούδασε πάνω στην επικοινωνία. Από το 2010 με 2011 είναι άνεργος. Εγώ συντηρώ την οικογένεια. Δεν έχει άλλα εισοδήματα. Σύνταξη δεν παίρνει ακόμα. Μας είπαν ότι στο Δήμο θα μπορούσε να βοηθήσει στο Τμήμα Υγείας και Πρόνοιας. Έχουμε δύο δίδυμα κορίτσια 11 ετών. Δεν υπάρχει η δυνατότητα καταβολής σε δόσεις. Εγώ δουλεύω στο λιανεμπόριο. Έχω μεταχειρισμένα γυναικεία ρούχα. Μένουμε στη Γλυφάδα , στον …., στην οδό …., αλλά εκεί στον Δήμο δηλαδή της ….. δεν δέχονται κοινωφελή εργασία χωρίς να υπάρχει ήδη δικαστική απόφαση. Το σπίτι που μένουμε είναι γονική παροχή στο όνομα μου. Είναι ένα σπίτι 100 m2. Ο …. δεν έχει κανένα περιουσιακό στοιχείο ».

Ακολούθως με πρόταση της Εισαγγελέα και με εντολή της Προέδρου και χωρίς να φέρει αντίρρηση κανένας από τους παράγοντας της δίκης αναγνώσθηκαν τα παρακάτω έγγραφα:

 

1) το υπ` αριθμ. πρωτ. 1243/13-1-2017 έγγραφο του Δήμου ….. Τμήμα Υγείας και Πρόνοιας

 

2) εκκαθαριστικά σημειώματα για τα οικ. έτη 2012,2013,2014 και 2015

 

Ακολούθως η Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, πρότεινε να γίνει δεκτό το αίτημα του α` κατηγορουμένου και να μετατραπεί η ποινή φυλάκισης των 18 μηνών που του επιβλήθηκε με την υπ’αριθμ. 149/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακ/των Αθηνών, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας στο Δήμο ……… (Τμήμα Υγείας και Πρόνοιας) , 400 ωρών παρασχεθεισομένων εντός προθεσμίας δύο (2) ετών και σε περίπτωση μη εκπλήρωσης να διαταχθεί η εκτέλεση της υπ’αριθμ. 149/17 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακ/των Αθηνών.

 

Η συνήγορος του αιτούντα, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση του κατηγορουμένου.

 

Το Δικαστήριο, αφού διασκέφθηκε μυστικά στην έδρα του, με παρούσα τη Γραμματέα, κατάρτισε και η Πρόεδρος δημοσίευσε την απόφαση του Δικαστηρίου, με αριθμό 149/2017 η οποία είναι η εξής: από την κατάθεση ενόρκων στο ακροατήριο της μάρτυρος …….. συζύγου του πρώτου κατηγορουμένου, σε συνδυασμό και με τα προσκομισθέντα έγγραφα, εκτιμάται ότι ο κατηγορούμενος αυτός (πρώτος) αδυνατεί, να καταβάλει το ποσό της μετατραπείσας σε χρηματική ποινή, της ποινής φυλακίσεως των δέκα οχτώ (18) μηνών. Συνακόλουθα, κρίνεται και η παραπάνω στερητική της ελευθερίας ποινής, πρέπει να μετατραπεί σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, όπως ζητεί και ο κατηγορούμενος, και δη παροχή εργασίας στο Δήμο …….. Αττικής, (τμήμα Υγείας και Πρόνοιας) διάρκειας 400 ωρών, παραχθησομένων εντός προθεσμίας δύο (2) ετών. Σε περίπτωση δε μη εκπλήρωσης να διαταχθεί η εκτέλεση της παρούσας υπ` αριθ. 149/2017 αποφάσεως.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζοντας με θεωρούμενο ως παρόντα, νόμιμα εκπροσωπούμενο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Αικατερίνης Πουρνάρα, τον α` κατηγορούμενο: ……… του … και της ….., που γεννήθηκε στη Γαλλία το 1951, κάτοικος ….. Αττικής (…..).

 

ΔΕΧΕΤΑΙ ομοφώνως την αίτησή του α` κατηγορουμένου.

 

ΜΕΤΑΤΡΕΠΕΙ την ποινή φυλάκισης των δεκαοκτώ (18) μηνών που του επιβλήθηκε με την υπ’αριθμ. 149/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακ/των Αθηνών, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας στο Δήμο ……… (Τμήμα Υγείας και Πρόνοιας).

 

ΟΡΙΖΕΙ τον αριθμό των ωρών κοινωφελούς εργασίας σε 400 ώρες παρασχεθεισόμενες εντός προθεσμίας δύο (2) ετών και σε περίπτωση μη εκπλήρωσης διατάσσει την εκτέλεση της υπ’αριθμ. 149/17 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακ/των Αθηνών.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε αμέσως στο ακροατήριό του.

 

Αθήνα, 17 Ιανουαρίου 2017

 

Η Προεδρεύουσα Εφέτης                                             Η Γραμματέας

 

Μετά την απαγγελία της ως άνω απόφασης η πληρεξούσια δικηγόρος του γ` κατηγορουμένου , αφού ζήτησε και έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο υπέβαλε αίτημα του κατηγορουμένου για μετατροπή της ποινής φυλακίσεως των δεκαοκτώ (18) μηνών, η οποία του επιβλήθηκε με την υπ’ αριθμ. 149/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, σύμφωνα με την διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 82 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο πρώτο, παρ. ΙΓ του Ν.4093/2012.

 

Στο σημείο αυτό η Πρόεδρος ρώτησε τη συνήγορο του αιτούντα, αν έχει κλητεύσει μάρτυρα προς απόδειξη των λόγων της κρινόμενης αιτήσεως και αυτή απάντησε καταφατικά.

 

Η Πρόεδρος εκφώνησε το όνομα του μάρτυρα και βρέθηκε παρών ο …………

 

Μετά από αυτά η Πρόεδρος κάλεσε τον μάρτυρα για εξέταση , ο οποίος σε σχετικές ερωτήσεις για την ταυτότητα του αποκρίθηκε ότι ονομάζεται ………. γεννήθηκε το 1953 και κατοικεί στη ….. Αττικής (οδός ……..), Έλληνας και Χριστιανός Ορθόδοξος, γνωρίζει τον γ` κατηγορούμενο και δεν συγγενεύει μ’ αυτόν. Επομένως ορκίστηκε στο Ιερό Ευαγγέλιο κατά το άρθρο 218 του Κ.Ποιν.Δ. και εξεταζόμενος κατέθεσε τα παρακάτω:

 

« Ο κύριος ………. δουλεύει ως πωλητής σε εταιρεία καφέ και παίρνει 600 με 700 € μηνιαίως. Αδυνατεί να πληρώσει. Έχει εκτίσει την προηγούμενη ποινή του. Δούλευε στις αποθήκες που μάζευαν πράγματα για τους άστεγους. Γεννήθηκε το 1968. Επειδή είναι πωλητής έχει μεγάλη ελευθερία ωραρίου. Μπορεί να πηγαίνει και το βράδυ στις καφετέριες. Πολλές φορές τους βοηθάω και εγώ οικονομικά. Ο γιος του σπουδάζει εκτός Αθηνών ».

 

Ακολούθως η Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, πρότεινε να γίνει δεκτό το αίτημα του γ` κατηγορουμένου και να μετατραπεί η ποινή φυλάκισης των 18 μηνών που του επιβλήθηκε με την υπ’αριθμ. 149/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακ/των Αθηνών, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας στο Δήμο ………. (Τμήμα Υγείας και Πρόνοιας), 400 ωρών παρασχεθεισομένων εντός προθεσμίας δύο (2) ετών και σε περίπτωση μη εκπλήρωσης να διαταχθεί η εκτέλεση της υπ’αριθμ. 149/17 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακ/των Αθηνών.

 

Η συνήγορος του αιτούντα, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση του κατηγορουμένου.

 

Το Δικαστήριο, αφού διασκέφθηκε μυστικά στην έδρα του, με παρούσα τη Γραμματέα, κατάρτισε και η Πρόεδρος δημοσίευσε την απόφαση του Δικαστηρίου, με αριθμό 149/2017 η οποία είναι η εξής: Από την ένορκη κατάθεση στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου, τον μάρτυρα ……… οικογενειακός φίλος του τρίτου καρηγορούμενου, εκτιμάται ότι ο τρίτος κατηγορούμενος αδυνατεί να καταβάλει το ποσό της μετατραπείσας σε χρηματική ποινή, της ποινής φυλακίσεωςτων δέκα οκτώ (18) μηνών. Συνακόλουθα, κρίνεται ότι η παραπάνω στερητική της ελευθερίας ποινή, πρέπει να μετατραπεί σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, όπως ζητεί ο τρίτος κατηγορούμενοςστον Δήμο ….. Αττικής, (τμήμα Υγείας και Πρόνοιας) διάρκειας 400 ωρών, παραχθησομένων εντός προθεσμία, δύο (2) ετών. Σε περίπτωση δε μη εκπλήρωσης, να διαταχθεί η εκτέλεση της παρούσας υπ` αριθμ. 149/2017 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου.

 

H Προεδρεύουσα είχε την άποψη ότι: δεν διαπιστώθηκε αδυναμία του τρίτου κατηγορουμένου, ……….. να καταβάλει τη χρηματική ποινή στην οποία μετατράπηκε η στερητική της ελευθερίας ποινή της φυλακίσεως των 18 μηνών. Ειδικότερα και από την κατάθεση του μάρτυρα ………., που ο ίδιος ο κατηγορούμενος πρότεινε για εξέταση, σε συνδυασμό και με τα λοιπά προσκομισθέντα έγγραφα, προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος έχει σταθερή εργασία και δη ως πωλητής σε εταιρεία καφέ με μηνιαίες αποδοχές 600-700 ευρώ ήτοι όσες είναι κατά μέσο όρο οι αποδοχές των εργαζομένων υπό τις οικονομικές συνθήκες που επικρατούν διαθέτει τα οικονομικά μέσα να υποστηρίζει την φοίτηση του γιού του σε πόλη εκτός Αθηνών ήτοι μακράν της οικογενειακής στέγης με συνακόλουθες οικονομικές απαιτήσεις κλπ. Συνεπώς, εκτιμάται ότι διαθέτει τη στοιχειώδη οικονομική δυνατότητα να καταβάλει την επιβληθείσα χρηματική ποινή. Εξάλλου, κρίνεται προσχηματικό το αντίστοιχο αίτημα που περί παροχής κοινωφελούς εργασία στο Δήμο …… Αττικής, που λειτουργεί (όπως όλες οι Υπηρεσίες) με συγκεκριμένο ωράριο στο οποίο όμως παράλληλα ο κατηγορούμενος θα εργάζεται στην εργασία του (ως πωλητής σε εταιρεία καφέ), εκτιμώντας παράλληλα και το γεγονός ότι αυτός δεν αιτήθηκε καν την καταβολή της ποινής του σε δόσεις που ευλόγως θα κρινόταν ……. βάσιμο αλλά απευθείας ζήτησε την παροχή κοινωφελούς εργασίας και δη σε Δήμο στον οποίο εργαζόταν επί έτη, παραιτήθηκε για να συμμετάσχει στην εργασία από την οποία και οι επίδικες οφειλές, επέστρεψε στο Δήμο με σύμβαση ορισμένου χρόνου κλπ. και …… ώστε να παράσχει κοινωφελή εργασία σ` αυτόν …….

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζοντας με θεωρούμενο ως παρόντα, νόμιμα εκπροσωπούμενο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Γεωργίας Παλαιολόγου, τον γ` κατηγορούμενο ……….. του … και της ….., που γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968 , κάτοικο …… Αττικής (οδός …..).

 

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά πλειοψηφία την αίτησή του γ` κατηγορουμένου, μειοψηφούσης της Προεδρεύουσας , η οποία είχε την άποψη ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις.

 

ΜΕΤΑΤΡΕΠΕΙ την ποινή φυλάκισης των δεκαοκτώ (18) μηνών που του επιβλήθηκε με την υπ’αριθμ. 149/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακ/των Αθηνών, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας στο Δήμο Αγίου Δημητρίου (Τμήμα Υγείας και Πρόνοιας).

 

ΟΡΙΖΕΙ τον αριθμό των ωρών κοινωφελούς εργασίας σε 400 ώρες παρασχεθεισόμενες εντός προθεσμίας δύο (2) ετών και σε περίπτωση μη εκπλήρωσης διατάσσει την εκτέλεση της υπ’αριθμ. 149/17 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακ/των Αθηνών.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε αμέσως στο ακροατήριό του.

 

Αθήνα , 17 Ιανουάριου 2017

 

Η Προεδρεύουσα Εφέτης                                                Η Γραμματέας

Α.Σ.

 

*Α δημοσίευση στη ΝΟΜΟΣ με επιμέλεια των δικηγόρων Αθηνών Αικατερίνη Πουρναρά και Γεωργία Παλαιολόγου