
Απάτη σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου 514/2017 ΕΦ ΑΘ
514/2017 ΕΦ ΑΘ
Απάτη σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ζημίας άνω των 150.000 ευρώ. Ένσταση παραγραφής. Απορρίπτει ένσταση καθόσον θεωρείται ως χρόνος τέλεσης της απάτης η ορκωμοσία της κατηγορούμενης στην Υπηρεσία της και όχι η αίτηση που υπέβαλε για τον διορισμό της στο Δημόσιο, στην οποία παρέστησε ψευδώς ότι πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις. Ισχυρισμός Ουσίας για μη επέλευση βλάβης – ζημίας εις βάρος του Δημοσίου καθώς η ζημία – βλάβη του Δημοσίου ισοσταθμίστηκε με ισάξια αντιπαροχή. Απορρίπτει ισχυρισμό.
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ: 514/2017
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ
Του Β’ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών
Δημόσια Συνεδρίαση της 9ης Φεβρουαρίου 2017, σε συνέχεια της 18ης Ιανουαρίου 2017
ΣΥΝΘΕΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
Κυριάκος Οικονόμου | Πρόεδρος Εφετών
Μαρία Τατσέλου, Μόσχα Πολέμη, Αναστασία Καραμανίδου, Χριστίνα Τζίμα | Εφέτες
Ιωάννης Προβατάρης | Εισαγγελέας Εφετών
Μαρία Κατσαρού | Γραμματέας
ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΗ
_____ του _____ και της _____ που γεννήθηκε στην Αθήνα το έτος 1962 και κατοικεί στους Αγίους Αναργύρους Αττικής, οδός _____ αρ. _____ .
ΑΠΟΥΣΑ
(Παρίσταται δια πληρεξουσίου)
ΠΡΑΞΕΙΣ
Απάτη σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ζημίας άνω των 150,000 € (276.039,95 €).
ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ
Η συνεδρίαση, έγινε δημόσια, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου.
Ο επιμελητής του ακροατηρίου, με εντολή του Προέδρου, εκφώνησε το όνομα της κατηγορουμένης, η οποία δεν εμφανίστηκε.
Στο σημείο αυτό εμφανίστηκε η δικηγόρος Γεωργία Παλαιολόγου, η οποία δήλωσε ότι παρίσταται αντί της κατηγορουμένης σύμφωνα με την από 17-1-2017 εξουσιοδότησή της, η οποία φέρει βεβαίωση για το γνήσιο της υπογραφής της και αναγνώστηκε. Συνεπώς, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 501 παρ. 1 εδ. α σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρ. 340 παρ. 2 και 42 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ, όπως οι δύο πρώτες από αυτές ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τα άρθρα 24 παρ. 1 και 48 παρ. 1 του Ν. 3160/2003 και άρθρο 13 Ν. 3346/2005, συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις να επιτραπεί η εκπροσώπηση της κατηγορουμένης από τη συνήγορό της και η αίτησή της πρέπει να γίνει δεκτή.
Στη συνέχεια ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, ανέτπυξε την έκθεση της έφεσης και πρότεινε να γίνει τυπικά δεκτή και παρέδωσε στον Πρόεδρο τον κατάλογο των μαρτύρων, που κάλεσε για να υποστηρίξουν την κατηγορία και του οποίου αντίγραφο έχει επιδοθεί στον κατηγορούμενο, κατά το άρθρο 326 Κ.Ποιν.Δ., όπως προκύπτει από το αποδεικτικό που βρίσκεται στη δικογραφία.
Ο Πρόεδρος εκφώνησε το όνομα της μάρτυρα της κατηγορίας και βρέθηκε παρούσα.
Κατόπιν ρώτησε τη συνήγορο της κατηγορουμένης, αν κλήτευσε μάρτυρες υπεράσπισης και αυτή απάντησε καταφατικά και παρέδωσε στον Πρόεδρο σημείωμα που έγραφε τα ονόματα των μαρτύρων.
Αφού εκφωνήθηκαν τα ονόματα των μαρτύρων της υπεράσπισης από τον Πρόεδρο, βρέθηκε παρών ο _____ .
Κατόπιν η Γραμματέας διάβασε, με εντολή του Προέδρου, το διατακτικό της εκκαλουμένης απόφασης που περιέχει την κατηγορία.
Ύστερα ο Πρόεδρος εξήγησε με σαφήνεια και συνοπτική ακρίβεια στη συνήγορο της κατηγορουμένης την κατηγορία. Ζήτησε δε πληροφορίες από τη συνήγορο της κατηγορουμένης για τις πράξεις για τις οποίες η κατηγορούμενη κατηγορείται.
Η συνήγορος της κατηγορουμένης απάντησε ότι επιφυλάσσεται να εκθέσει τους ισχυρισμούς της και ότι τώρα δεν έχει να πει τίποτα.
Στο σημείο αυτό της δίκης η συνήγορος της κατηγορουμένης, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, ανέπτυξε προφορικά, κατέθεσε δε και εγγράφως, ένσταση παραγραφής και ισχυρισμούς ουσίας, οι οποίοι καταχωρούνται κατ’ άρθρο 141 παρ. ΚΠΔ, ως έχουν στα πρακτικά και είναι οι εξής:
ΕΝΩΠΙΟΝ TOY Β’ ΠΕΝΤΑΜΕΛΟΥΣ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
ΕΝΣΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ
(προς καταχώρηση στα πρακτικά της δίκης κατ’ άρθρο 141 παρ. 2 ΚΠΔ)
Της _____ , κατοίκου Αγίων Αναργύρων Αττικής, επί της οδού _____ , αριθμός _____ .
I. Σύμφωνα με το άρθρο 111 «αρ. 1 και 2 Π.Κ: «χρόνος παραγραφής των εγκλημάτων»: «1. το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή». Κατά την παρ. 2 του άρθρου 2 «τα κακουργήματα παραγράφονται: β) μετά δεκαπέντε έτη σε κάθε άλλη περίπτωση». Η προθεσμία παραγραφής αρχίζει δε σε κάθε περίπτωση από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη. Περαιτέρω, η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και ώσπου να καταστεί αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι πάντως περισσότερο από πέντε έτη για τα κακουργήματα.
Κατά το άρθρο 17 ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 20 παρ. 5 του ν. 2331/1995 ως χρόνος τελεσεως της πράξεως θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει ενώ είναι αδιάφορος ο χρόνος κατά τον οποίο επήλθε το αποτέλεσμα, εκτός αν άλλως ορίζεται στο νόμο. Χρόνος τελέσεως της απάτης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης με σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, δηλαδή προέβη στις ψευδείς παραστάσεις συνεπεία των οποίων παραπλανήθηκε (πείσθηκε) ο παθών ή τρίτος. Είναι αδιάφορος ο τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της περιουσιακής ζημίας του παθόντος με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια ή παράλειψη του θύματος, δεδομένου ότι δεν ορίζεται άλλως στο νόμο.
Τέλος, από τις διατάξεις των άρ. 111, 112 και 113 του ΠΚ σε συνδυασμό με εκείνες των άρ. 310 παρ. 1β, 370 εδ. β’, 511 και 514 του ΚΠΔ προκύπτει, ότι η παραγραφή είναι θεσμός δημοσίας τάξεως και εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμα και από τον Αρειο Πάγο. Συνεπώς, η αναφορά του χρόνου τελέσεως της πράξεως στην απόφαση είναι αναγκαία και για τον υπολογισμό του χρόνου της παραγραφής, η έλλειψη δε αυτού στερεί την απόφαση νομίμου βάσεως, αφού έτσι καθίσταται ανέφικτος ο ακυρωτικός έλεγχος, όσον αφορά την ορθή εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων περί παραγραφής από το δικαστήριο της ουσίας.
II.
Εν προκειμένω, με το υπ’ αριθ. 2165/2014 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών παραπέμφθηκα ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για το αδίκημα της κακουργηματικής απάτης της οποίας το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950 σε βάρος του Δημοσίου και συγκεκριμένα ότι «στις 3-7-2000 καί κατά το χρονικό διάστημα των μηνών Ιανουάριο – Φεβρουάριο 2007 και σε μη επακριβώς εξακριβωθείσα ημερομηνία, με σκοπό να αποκομίσει η ίδια παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών και συγκεκριμένα παρέστησε ψευδώς στους αρμόδιους υπαλλήλους τον Υπουργείου Υγείας, ότι δήθεν συγκέντρωνε όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις των άρθρων 14 και 15 παρ. 1α του Ν. 2738/1999 ως κάτοχος απολυτηρίου Λυκείου, πετυχαίνοντας τον διορισμό της ως μόνιμης υπαλλήλου του Υπουργείου Υγείας ενώ στην πραγματικότητα, όμως, ήταν κάτοχος τίτλων σπουδών ΥΕ, ζημιώνοντας έτσι το δημόσιο με ποσό που υπερβαίνει τις 150.000 ευρώ και συγκεκριμένα το συνολικό ποσό των 276.039,95 ευρώ που έλαβε ως μισθό κατά τα έτη 2000 έως 2014» (10ο φύλλο Βουλεύματος).
Ωστόσο από την παραδεκτή, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας και του συνόλου του αποδεικτικού υλικού, προκύπτει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι χρόνος τέλεσης της ανωτέρω πράξης, ήτοι της απάτης, είναι η 15η-09-1999, και όχι όπως αναφέρεται λανθασμένα στο επίδικο Βούλευμα, η 3η-7-2000. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει σε πολλά σημεία του σκεπτικού και του αιτητικού του ανωτέρω Βουλεύματος, «ο διορισμός της (κατηγορούμενης) έγινε κατόπιν της υπ’ αριθ. πρωτ. _____ /15-09-1999 αίτησης της στην οποία ανέφερε ότι «επειδή συγκεντρώνω όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις των άρθρων 14 και 15 παρ. του Ν. 2738/1999 παρακαλώ να κόβετε τις νόμιμες ενέργειες για τη μετατροπή της θέσης μου (ιδιωτικού δικαίου – αορίστου χρόνου) σε οργανική θέση μόνιμου υπαλλήλου, του κλάδου ΑΕ Διοικητικού-Λογιστικού» (4ο φύλλο Βουλεύματος) …. «Η κατηγορούμενη εκμεταλλευόμενη τη διάταξη αυτή, πέτυχε αρχικά τον διορισμό της σε οργανική θέση μονίμου υπαλλήλου του κλάδου ΔΕ Διοικητικού-Λογιστικού με μόνη τη δήλωση στην αίτηση της …. (5° φύλλο Βουλεύματος) …. «η πρόσληψη της πραγματοποιήθηκε (μετατροπή της θέσης της από ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου σε οργανική θέση μονίμου υπαλλήλου) με μόνο τη ψευδή κατά περιεχόμενο αίτηση της …. (7° φύλλο Βουλεύματος)».
Με μόνη δε την υποβολή και υπογραφή της ανωτέρω αίτησης με την ανωτέρω δήλωση ολοκληρώθηκε η τέλεση του αδικήματος της απάτης, καθώς με την ανωτέρω αίτηση υπήρξε ψευδής παράσταση στους αρμόδιους υπαλλήλους του Υπουργείου Υγείας για την πλήρωση όλων των νόμιμων προϋποθέσεων των άρθρων 14 και 15 παρ. 1 του Ν. 2738/1999. Λόγω, δε, της ύπαρξης της ανωτέρω αίτησης εξάλλου και χωρίς να γίνει οποιαδήποτε άλλη ψευδής παράσταση διορίσθηκα με την υπ’ αριθ. ΔΥ1α/οικ.10467/17-05-2000 απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Υγείας ως μόνιμη υπάλληλος. Ο ανωτέρω διορισμός μου και η δημοσίευση του στο ΦΕΚ ήταν αποτέλεσμα της ανωτέρω ενέργειας και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ολοκλήρωση της ανωτέρω άδικης πράξης, καθώς για την τέλεση της απάτης είναι αδιάφορος ο χρόνος κατά τον οποίο επήλθε το αποτέλεσμα.
Εξ’ όλων των ανωτέρω είναι εμφανές ότι ο πραγματικός χρόνος τέλεσης της ανωτέρω ενέργειας είναι η 15η-09-1999 με αποτέλεσμα να έχει υποπέσει το ανωτέρω αδίκημα στην δεκαπενταετή παραγραφή που προβλέπουν οι, γενικές διατάξεις του ΠΚ, και ειδικότερα των άρθρων 17, 111, 112 και 113 ΠΚ, καθώς το πρώτον επιδόθηκε η κλήση σε εμένα να εμφανιστώ ενώπιον του Β’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, την 16-01-2015, ήτοι τέσσερις μήνες μετά την ανωτέρω προβλεπόμενη δικονομική προθεσμία.
Επειδή η παρούσα ένστασή μου είναι παραδεκτή, νόμιμη, βάσιμη και αληθής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΙΤΟΥΜΑΙ
Να γίνει δεκτή η ένστασή μου περί παραγραφής.
Αθήνα, 9 Φεβρουαρίου 2017
Η συνήγορος υπεράσπισης
ΕΝΩΠΙΟΝ TOY Β’ ΠΕΝΤΑΜΕΛΟΥΣ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΟΥΣΙΑΣ
Της _____ , κατοίκου Αγίων Αναργύρων Αττικής, επί της οδού _____ , αριθμός _____ ,
α.
Κατηγορούμαι ότι στις 3-7-2000 και κατά το χρονικό διάστημα των μηνών Ιανουάριο – Φεβρουάριο 2007 και σε μη επακριβώς εξακριβωθείσα ημερομηνία. Με σκοπό να αποκομίσω η ίδια παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψα ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών και συγκεκριμένα παρέστησα ψευδώς στους αρμόδιους υπαλλήλους του Υπουργείου Υγείας, ότι δήθεν συγκέντρωνα όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις των άρθρων 14 και 15 παρ. 1α του Ν. 2738/1999 ως κάτοχος απολυτηρίου Λυκείου, πετυχαίνοντας τον διορισμό μου ως μόνιμης υπαλλήλου του Υπουργείου Υγείας ενώ στην πραγματικότητα όμως ήμουν κάτοχος τίτλων σπουδών ΥΕ, ζημιώνοντας έτσι το δημόσιο με ποσό που υπερβαίνει τις 150.000 ευρώ και συγκεκριμένα το συνολικό ποσό των 276.039,95 ευρώ που έλαβα ως μισθό κατά τα έτη 2000 έως 2014.
β.
Σύμφωνα με το άρθρο 386 παρ. 1 Π.Κ.: «Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δυο ετών».
Σύμφωνα δε με το άρθρο 386 παρ. 3 εδ. β Π.Κ.: «Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημιά υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000 €) ευρώ» Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 1608/1950 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο άρθρο 3 του Α.Ν. 2408/1996 σε συνδυασμό με το άρθρο 16 παρ. 2 του Ν. 2576/1953 και το άρθρο 5 παρ. 7 του Ν. 2943/2001: «Στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 386 του Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου… και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειληθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η πονή της ισόβιας κάθειρξης.»
Εν όψει των ανωτέρω, για να πληρωθεί η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της απάτης κατ’ άρθρο 386 Π.Κ. θα πρέπει να υπάρχει :
α) πράξη εξαπάτησης συνιστάμενη σε παράσταση ψευδούς γεγονότος ως αληθούς ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθούς γεγονότος. Γεγονός κατά την έννοια του άρθρου 386 Π.Κ. είναι περιστατικό ή κατάσταση του εξωτερικού κόσμου αναγόμενο στο παρόν ή στο παρελθόν και δεκτικό αποδείξεως. Αθέμιτη δε παρασιώπηση συνιστά η παράλειψη ανακοίνωσης αληθινών γεγονότων, όταν από τον νόμο ή τη σύμβαση ή από προηγούμενη ενέργεια του δράστη υπάρχει υποχρέωση ανακοίνωσης αυτών, β) πλάνη του διαθέτοντος ως απόρροια της απατηλής συμπεριφοράς του δράστη, με την έννοια ότι ο δράστης πρέπει με την απατηλή συμπεριφορά του να «πείσει» τον διαθέτοντα στην ζημιογόνο πράξη παράλειψη ή ανοχή, γ) περιουσιακή διάθεση, συνιστάμενη σε κάθε πράξη, παράλειψη ή ανοχή του πλανώμενου με την οποία αυτός επενεργεί άμεσα στην περιουσία του ή στην περιουσία τρίτου, δ) περιουσιακή βλάβη, ήτοι μείωση της συνολικής οικονομικής αξίας της ενεστώσας περιουσίας, ε) αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης.
Περαιτέρω, και όσον αφορά την υποκειμενική υπόσταση της απάτης, θα πρέπει να σημειωθεί ότι θα πρέπει να συντρέχει στο πρόσωπο του δράστη ενδεχόμενος, τουλάχιστον, δόλος ως προς όλα τα ως άνω στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω αδικήματος. Ειδικά, όμως, όσον αφορά την πράξη της εξαπάτησης, θα πρέπει να συντρέχει στο πρόσωπο του δράστη αναφορικά με αυτήν αναγκαίος δόλος (δόλος β` βαθμού), χωρίς να αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος. Επιπλέον, στην υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος εντάσσεται και ο, απαιτούμενος από την ως άνω διάταξη, σκοπός παράνομου περιουσιακού οφέλους, που πρέπει να συντρέχει στο πρόσωπο του δράστη της απάτης, και ο οποίος συνιστά το υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου της.
Δέον να σημειωθεί ότι έχει κριθεί νομολογιακά ότι δεν υπάρχει επέλευση βλάβης – ζημίας σε περίπτωση απόκτησης ισάξιου περιουσιακού αντισταθμίσματος.
Ειδικότερα, εάν η ζημία που επήλθε από την απατηλή συμπεριφορά του εξαπατώντας ισοσταθμίζεται από μία ισάξια αντιπαροχή, η οποία περιήλθε στον εξαπατηθέντα από την πράξη την οποία αυτός παραπείσθηκε να διαπράξει, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της απάτης, γιατί δεν υφίσταται βλάβη. Εξάλλου, δεν επέρχεται βλάβη όταν ο προβαίνων στην περιουσιακή διάθεση λαμβάνει συγχρόνως περιουσιακό αντιστάθμισμα, ως εκ του οποίου η περιουσία στην οποία αφορά η περιουσιακή διάθεση δεν υφίσταται μείωση ενώ τό αντιστάθμισμα (υποκατάστατο) πρέπει να προέρχεται άμεσα με την ίδια δικαιοπραξία. Τέλος, το αδίκημα δεν στοιχειοθετείται αν η ζημία του εξαπατώμενου ισοσταθμίζεται με ισάξια αντιπαροχήν η οποία περιήλθε σε αυτόν από την πράξη στην οποία παραπείσθηκε.
Όσον αφορά τον Ν. 1608/1950 αυτός εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις που το αδίκημα στρέφεται κατά του Δημοσίου ή κατά Ν.Π.Δ.Δ. και μόνο αν το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα Ν.Π.Δ.Δ. υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ. Έτσι στην περίπτωση του αδικήματος της απάτης τότε μόνο μπορεί να τύχει εφαρμογής ο Ν. 1608/1950 όταν βλάπτεται ή απειλείται η περιουσία του Ελληνικού. Δημοσίου και η ζημιά που προξενήθηκε ή απειλήθηκε είναι άνω των 150.000 ευρώ.
γ.
Το αδίκημα της απάτης δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί αν η ζημία του εξαπατώμενου ισοσταθμίζεται με ισάξια αντιπαροχή, η οποία περιήλθε σε αυτόν από την πράξη στην οποία παραπείσθηκε. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η περιουσιακή διάθεση του Δημοσίου, ήτοι η καταβολή μηνιαίων αποδοχών σε εμέ κατά τα έτη 2000 έως 2014, πραγματοποιούνταν με σκοπό την εκπλήρωση καθηκόντων που ανάγονταν σε εργασία με συγκεκριμένο περιεχόμενο και αρμοδιότητες. Τα καθήκοντα αυτά και η υπηρεσία που προσδοκούσε το Δημόσιο από εμέ για τον κλάδο και τη θέση εργασίας που κατείχα, τα ελάμβανε στο ακέραιο, χωρίς ουδέποτε να υπάρχει η οποιαδήποτε πλημμέλεια αναφορικά με την άσκηση των καθηκόντων μου, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα η περιουσία του να μην έχει υποστεί καμία βλάβη, καθόσον υπήρχε όλα τα χρόνια ισάξια αντιπαροχή, που αντιστοιχούσε με τις απολαβές που ελάμβανα.
Συγκεκριμένα, καθ’ όλα τα χρόνια της υπηρεσίας μου στο Υπουργείο Υγείας, υπηρετούσα με κάθε δυνατή σύνεση και επιμέλεια. Επί είκοσι (20) συναπτά έτη, εκτελούσα τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες που ανάγονται στην εργασία μου με την μέγιστη ετημέλεια και συνέπεια, χωρίς ποτέ να έχει γίνει καμία δυσμενής κριτική από συναδέλφους μου πολλώ δε μάλλον από Προϊσταμένους μου, οι οποίοι μάλιστα ανέκαθεν παρέμειναν ιδιαιτέρως ικανοποιημένοι από τις παρεχόμενες από εμέ υπηρεσίες και μου ανέθεταν και πλείονες άλλες δραστηριότητες για την διευκόλυνση άλλων τμημάτων και την πιο ομαλή λειτουργία εν γένει της Υπηρεσίας μου.
Μεγαλύτερη απόδειξη της επάρκειας που με χαρακτήριζε αναφορικά με την εκτέλεση των καθηκόντων μου, είναι το γεγονός ότι ουδέποτε έχω λάβει δυσμενή αξιολόγηση αναφορικά με την εργασία μου, αντιθέτως ανέκαθεν όλοι οι Προϊστάμενοι μου και Διευθυντές μου προέβαιναν σε άριστες αξιολογήσεις της εργασίας μου, αναθέτοντας μου ανά τακτά χρονικά διαστήματα ακόμα περισσότερες αρμοδιότητες αναφορικά με άλλους τομείς του Υπουργείου Υγείας. Μάλιστα, όλοι οι υπάλληλοι του Υπουργείου υποβαλλόμασταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα σε αξιολόγηση της εργασίας μας, και τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο. Όλες ανεξαρτήτως οι αξιολογήσεις μου είναι άριστες και πάνω από τον μέσο όρο συναδέρφων μου, πράγμα που οδήγησε και στην συμμετοχή μου σε πλείονα προγράμματα του Υπουργείου κατόπιν όχι μόνο αξιολόγησης μου αλλά και υπoβoλής που σε ειδικές εξετάσεις, που συμπεριελάβαν ξένες γλώσσες (αγγλικά, χρήση υπολογιστών κτλ).
Ειδικότερα, από την ανάληψη των καθηκόντων μου στο Υπουργείο Υγείας συνεχώς παρακολουθούσα προγράμματα επιμόρφωσης και σεμινάρια με αποτέλεσμα να ήταν συνεχής και αδιάλειπτη η επιμόρφωση μου και η κατάρτιση μου στο αντικείμενο εργασίας μου. Μάλιστα το έτος 2007 παρακολούθησα επιτυχώς το πρόγραμμα επιμόρφωσης που πραγματοποίησε ο τομέας Δημοσίου Μάνατζμεντ με θέμα «Ανάπτυξη Διοικητικών Ικανοτήτων Στελεχών Δημόσιας Διοίκησης: ηγεσία και οργανωτικές αλλαγές για στελέχη της Δημόσιας Διοίκησης. Επίσης το 2014 μετά από σειρά σεμιναρίων απέκτησα πιστοποίηση στην διαχείριση έργων _____ και πλέον θεωρούμουν πιστοποιημένο στέλεχος διοίκησης.
Επιπροσθέτως, από το έτος 2000 έως το έτoς 2011 υπηρέτησα στην Διεύθυνση Προστασίας ΑΜΕΑ της Γενικής Δ/vσης Πρόνοιας του Υπουργείου Υγείας αναλαμβάνοντας τα ακόλουθα αντικείμενα:
Τον σχεδιασμό, την παρακολούθηση και τη διαχείριση προϋπολογισμών στον τομέα Κοινωνικής Αλληλεγγύης στους Κ.Α.Ε (κωδικών αριθμών εξόδου) της Διεύθυνσης.
Την επιχορήγηση των εποπτευόμενων φορέων πρόνοιας.
Την παρακολούθηση και τον έλεγχο των δύο φορέων πρόνοιας εθνικής εμβέλειας του Υπουργείου Υγείας, ήτοι του Εθνικού Ιδρύματος Κωφών (ΕΙΚ) και του Κέντρου Εκπαίδευσης και Αποκατάστασης Τυφλών (ΚΕΑΤ).
Την εκπροσώτιηση του Υπουργείου Υγείας στην Ομάδα Διαχείρισης και Ενημέρωσης του Υπουργείου Εσωτερικών, προς τους πληγέντες κατοίκους από σεισμό της περιφέρειας Αττικής.
Επίσης την ανωτέρω χρονική περίοδο διατέλεσα:
Μέλος των Διοικητικών Συμβουλίων Φορέων Πρόνοιας ΝΠΔΔ και ΝΠΙΔ καθώς και μέλος του ΔΣ του Ν.Π.Δ.Δ. Εθνικού Ιδρύματος Κωφών.
Εκπρόσωπος του Υπουργείου Υγείας σε επιτροπές παρακολούθησης έργων, (Επιτροπή Παρακολούθησης του προγράμματος Επαγγελματικής Κατάρτισης Κωφών της Κοινωφελούς Επιχείρησης του Δήμου Ελληνικού – Αργυρούπολης και Επιτροπή Παρακολούθησης του Πανελλαδικού Προγράμματος Αποϊδρυματοποίησης του Υπουργείου Υγείας.
Τέλος, τον Μάρτιο του έτους 2012 υπηρέτησα με διάθεση για δύο έτη, στην Ειδική Υπηρεσία Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης του Υπουργείου Υγείας στη Μονάδας Β’ Διαχείρισης και Παρακολούθησης φυσικού και οικονομικού αντικειμένου ενταγμένων πράξεων (διαχειριστική αρχή). Για την διάθεσή μου δε στην υτιηρεσία αυτή εξετάστηκα σε ξένη γλώσσα και Η/Υ ενώ πέρασα και από προφορική αξιολόγηση από ειδική ετητροπή αξιολόγησης για την καταλληλότητα αναφορικά με την στελέχωση της ΕΥτΥΚΑ.
Εξ’ όλων των ανωτέρω προκύπτει ότι ανέκαθεν, όχι μόνο εκτελούσα τα καθήκοντα που ανάγονταν στη θέση εργασίας που κατείχα, αλλά μου ανέθεταν οι Προϊστάμενοι μου περαιτέρω καθήκοντα λόγω της πολυετούς εμπειρίας μου στο χώρο της Υγείας αλλά και κυρίως λόγω της εργατικότητάς μου.
Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι ο προβαίνων στην περιουσιακή διάθεση, ήτοι το Ελληνικό Δημόσιο, η περιουσιακή βλάβη του οποίου υπολογίζεται από το κατηγορητήριο στο συνολικό ποσό των μισθών που ελάμβανα από το έτος 2000 μέχρι το έτος 2014, ελάμβανε για το ίδιο χρονικό διάστημα την εργασία εμού με την μορφή αντιπαροχής, η οποία μάλιστα ήταν ισάξια και αντίστοιχη της παροχής, με αποτέλεσμα να μην επέλθει βλάβη σε αυτό.
Με βάση τα ανωτέρω ουδεμία βλάβη ή ζημία έχει υποστεί το Δημόσιο και κατά συνεπεία δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της απάτης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΙΤΟΥΜΑΙ
Να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί μου.
Αθήνα, 9 Φεβρουαρίου 2017
Η συνήγορος υπεράσπισης
ΕΝΩΠΙΟΝ TOY Β’ ΠΕΝΤΑΜΕΛΟΥΣ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΟΥΣΙΑΣ
Της _____ , κατοίκου Αγίων Αναργύρων Αττικής, επί της οδού _____ , αριθμός _____ .
α.
Ο Ν. 1608/1950 εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις που το αδίκημα στρέφεται κατά του Δημοσίου ή κατά Ν.Π.Δ.Δ. και μόνο αν το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα Ν.Π.Δ.Δ. υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ. Έτσι στην περίπτωση του αδικήματος της απάτης τότε μόνο μπορεί να τύχει εφαρμογής ο Ν. 1608/1950, όταν βλάπτεται ή απειλείται η περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου και η ζημιά που προξενήθηκε ή απειλήθηκε είναι άνω των 150.000 ευρώ.
β.
Εν προκειμένω, η ζημία που προξενήθηκε ή απειλήθηκε στο Δημόσιο δεν υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, καθώς η μετατροπή της θέσης μου σε οργανική θέση μόνιμου υπαλλήλου, ήταν αποτέλεσμα του Ν. 2738/1999, σύμφωνα με τον οποίο όλες οι υφιστάμενες σχέσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου μετατρέπονταν σε μόνιμες οργανικές, πράγμα που σημαίνει ότι και χωρίς το τυπικό προσόν του απολυτηρίου λυκείου θα είχα μονιμοποιηθεί ως υπάλληλος Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ), με συνέπεια την κατάταξη μου σε άλλο, κατώτερο μισθολογικό κλιμάκιο.
Επομένως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το Δημόσιο έχει βλάβη, η βλάβη υπολογίζεται ως η διαφορά των αποδοχών που ελάμβανα ως ΔΕ και θα έπρεπε να λάβω ως ΥΕ. Η διαφορά δε αυτή σε καμία περίπτωση δεν ξεπερνά το ποσό των 150.000 ευρώ και κατά συνέπεια δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής ο ειδικός ποινικός Ν. 1608/50.
Σε άλλη δε περίπτωση, η μετατροπή της θέσης μου σε οργανική θέση μόνιμου υπαλλήλου, ήταν αποτέλεσμα του Ν. 2738/1999, σύμφωνα με τον οποίο όλες οι υφιστάμενες σχέσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου μετατρέπονταν σε μόνιμες οργανικές, πράγμα που σημαίνει ότι και χωρίς το τυπικό προσόν του απολυτηρίου λυκείου θα είχα μονιμοποιηθεί ως υπάλληλος Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ), με συνέπεια την κατάταξη μου σε άλλο, κατώτερο μισθολογικό κλιμάκιο. Επομένως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το Δημόσιο έχει βλάβη, η βλάβη υπολογίζεται ως η διαφορά των αποδοχών που ελάμβανα ως ΔΕ και θα έπρεπε να λάβω ως ΥΕ.
Συγκεκριμένα, το έτος 2000 σύμφωνα με το αρθ. 3 του Ν. 2470/1997, οι υπάλληλοι της κατηγορίας Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (Υ.Ε) εισάγονταν στο 36ο μισθολογικό κλιμάκιο (Μ.Κ) με καταλυτικό μισθολογικό κλιμάκιο το 19ο. Ενώ οι υπάλληλοι της κατηγορίας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (Δ.Ε) εισάγοντας στο 28ο με καταλυτικό το 11ο μισθολογικό κλιμάκιο. Το έτος 2000, στο μισθολογικό κλιμάκιο 36 αντιστοιχούσε ο βασικός μισθός των 117.000 δρχ. Για την μεταφορά ενός υπαλλήλου από ένα μισθολογικό κλιμάκιο σε άλλο, απαιτούνταν ένα έτος υπηρεσίας στο πρώτο εισαγωγικό μισθολογικό κλιμάκιο, και στη συνέχεια απαιτούνταν 2ετής υπηρεσία, για την περαιτέρω μετάβαση από το προηγούμενο στο επόμενο κλιμάκιο, με προσαύξηση του μισθού κατά 0,027 για κάθε επόμενο μισθολογικό κλιμάκιο (αρθ. 5, 7 Ν. 2470/1997). Για το έτος 2002 ο βασικός μισθός ορίστηκε στα 383 ευρώ (αρθ. 12 Ν. 3016.2002) και για το έτος 2003 ορίσθηκε στα 398.37 ευρώ (αρθ.22 Ν. 3156/2003). Σύμφωνα, δε και με τον Ν. 3205/2003, ο οποίος αντικαθιστά τον ν. 2470/1997, προβλέπονται 18 Μισθολογικό Κλιμάκια, τόσο για ΔΕ όσο και για ΥΕ. Βασικός μισθός για το ΜΚ 18 (ΥΕ) ορίζεται στα 590 ευρώ, προσαυξανόμενος κατά το άθροισμα του μισθού του τελευταίου ΜΚ επί 0,0424. Μέχρι και την υιοθέτηση του Ν. 3670/2008, αναπροσαρμόζεται ο βασικός μισθός το 2007 στα 651 ευρώ, μετά από αλλεπάλληλες ετήσιες αναπροσαρμογές (611 ευρώ το 2005, 629 ευρώ το 2006). Από το 2003 και μετά ο συντελεστής που διαφοροποιούσε την κατηγορία Υ.Ε από την Δ.Ε ήταν 1.17. Δηλαδή η διαφορά στον βασικό μισθό ενός υπαλλήλου Υ.Ε και Δ.Ε, ήταν ο πολλαπλασιασμός του μισθού που αντιστοιχούσε σε έναν υπάλληλο Υ.Ε με τον συντελεστή του 1.17. Τέλος το έτος 2011 ψηφίσθηκε ο Ν. 4024/2011 με τον οποίο υιοθετήθηκε το ενιαίο μισθολόγιο, καταργώντας τους ανωτέρω προαναφερόμενους νόμους.
Επομένως, σύμφωνα με το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το έτος 2000 κατατάχθηκα στο Μ.Κ. 20 Δ.Ε., ήτοι το αντίστοιχο 28 ΜΚ Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης, λόγω της προϋπηρεσίας μου. Ο βασικός μισθός που θα ελάμβανα ως Υ.Ε κατά τα έτη 2000-2014, θα ανερχόταν σύμφωνα με το ανωτέρω νομικό καθεστώς, ανά έτος τουλάχιστον στο ύψος που παραθέτω στον κάτωθι πίνακα:
ΠΑΡΑΛΕΙΠΕΤΑΙ ΠΙΝΑΚΑΣ
[…]
Σύμφωνα, με τα παραπάνω, η διαφορά που προκύπτει από την κατάταξη μου ως ΥΕ αντί για ΔΕ αναφορικά με τον βασικό μισθό πού θα ελάμβανα, δεν ξεπερνά το ύψος των 23.000,00 ευρώ. Εξάλλου, θα δικαιούμουν τόσο το επίδομα οικογενειακής παροχής, όσο και το επίδομα εξομάλυνσης για όλα τα παραπάνω έτη, και μάλιστα στο ύψος του ποσού που το ελάμβανα. Αναφορικά με το χρονοεπίδομα το οποίο θα ελάμβανα ως Υ.Ε, κατά τα έτη 2000 έως το έτος 2004, σύμφωνα με τον εκάστοτε βασικό μισθό μου θα ανερχόταν για το διάστημα αυτό στο ποσό των 9.500,00 ευρώ αντί του ποσού των 10.744,18 που έλαβα, η διαφορά δηλαδή ανέρχεται στο ποσό των 1.244,18 ευρώ.
Ενώ το επίδομα του κινήτρου απόδοσης θα ανερχόταν για τα πρώτα τρία χρόνια της υπηρεσίας μου ήτοι μέχρι το έτος 2003, στο ποσό των 1.968.002 δρχ (5.775,50 ευρώ), καθώς για Δ.Ε ανερχόταν στο ποσό των 48.000 δρχ μηνιαίως ενώ για Υ.Ε στο ποσό των 41.000 δρχ μηνιαίως. Ενώ το κίνητρο απόδοσης που θα ελάμβανα από το έτος 2004 μέχρι και το έτος 2008 θα ήταν 86 ευρώ, άρα συνολικά το ποσό των 4.128. Ενώ από το έτος 2008 μέχρι και το έτος 2011, το κίνητρο απόδοσης μηνιαίως ανερχόταν στο ποσό των 57 ευρώ, με αποτέλεσμα να ελάμβανα το ποσό των 2.736 ευρώ. Συνολικά θα δικαιούμουν για το χρονικό διάστημα από το έτος 2000 έως το έτος 2014 ως Υ.Ε το ποσό των 12.639,5 ευρώ (αντί του ποσού των 15.117,85 ευρώ). Επομένως η συνολική διαφορά που προκύπτει από το επίδομα κινήτρου απόδοσης Δ.Ε και Υ.Ε ανέρχεται στο ποσό των 2.538,35 ευρώ.
Σύμφωνα, με τα παραπάνω, η διαφορά που προκύπτει από την κατάταξη μου ως ΥΕ αντί για ΔΕ, ανέρχεται στο ποσό των 244.476,22 ευρώ και δεν ξεπερνά το ύψος των 30.000,00 ευρώ. Κατά συνέπεια, από τη στιγμή που το ανωτέρω ποσό δεν ξεπερνά τα 150.000 ευρώ δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής ο ειδικός ποινικός Ν. 1608/50, ενώ στην πραγματικότητα στοιχειοθετείται απάτη πλημμεληματικής μορφής του άρθρου 386 παρ. 1 Π.Κ.
Αθήνα, 9 Φεβρουαρίου 2017
Η συνήγορος υπερασπίσεως
Κατόπιν ο Πρόεδρος διέταξε να αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία και κάλεσε την μάρτυρα της κατηγορίας, διέταξε δε και αποχώρησαν οί λοιποί μάρτυρες στο δωμάτιο που είναι προορισμένο για το λόγο αυτό, αφού προηγουμένως απαγόρευσε τη μεταξύ τους επικοινωνία.
Προσήλθε η μάρτυρας τής κατηγορίας, η οποία όταν ρωτήθηκε από τον Πρόεδρο για την ταυτότητά της κλπ, απάντησε ότι ονομάζεται __________ , γεννήθηκε στην Αθήνα το έτος 1963 και κατοικεί στην Ηλιούπολη Αττικής, οδός _____ αρ. _____. Σε σχετική ερώτηση της Προέδρου δήλωσε ότι επιθυμεί να δώσει θρησκευτικό όρκο και ότι είναι Ελληνίδα και Χριστιανή Ορθόδοξος. Την κατηγορούμενη γνωρίζει απλώς και δεν είναι συγγενής της. Αφού ορκίστηκε στο Ιερό Ευαγγέλιο, κατά το άρθρο 218 Κ.Ποιν.Δ., εξετάστηκε και κατέθεσε ότι: «Είμαι προϊσταμένη στην διεύθυνση προσωπικού. Η κατηγορουμένη προσλήφθηκε στον Ι.Φ.Ε.Τ., ο οποίος συγχωνεύτηκε και το 1993 απορροφήθηκε το προσωπικό του από το Υπουργείο Υγείας. Ήταν αορίστου χρόνου και εφαρμόζεται ένας νόμος και παίρνει προσωποπαγή θέση στο Υπουργείο και εντάσσεται στο προσωπικό του Υπουργείου ως ΔΕ λογιστικό δημόσιος υπάλληλος. Θα έπρεπε να έχει απολυτήριο λυκείου. Παρείχε υπηρεσίες υπαλλήλου ΔΕ. Το 2013 έφτασε η εγκύκλιος που μας ζητούσε να δούμε τα τυπικά προσόντα των υπαλλήλων που είχαμε και έτσι αρχίσαμε την πιστοποίηση των στοιχείων. Επίσης, ζήτησαν φωτοτυπία του απολυτηρίου και ήρθε η απάντηση από την Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση ότι υπάρχει αναντιστοιχία στον αριθμό δημοτολογίου, αριθμό μητρώου και στο όνομα του υπογράφοντα Λυκειάρχη. Νομίζω ότι η κατηγορουμένη είχε απορριφθεί στην πρώτη τάξη του Λυκείου, άρα το πιστοποιητικό αυτό ήταν πλαστό. Δεν ξέρω πότε το υπέβαλε ή πού το υπέβαλε. Ενδιάμεσα είχε μια αίτηση για να παρακολουθήσει το ανοιχτό πανεπιστήμιο. Έπαιρνε μισθό σαν ΔΕ. Όλες οι θέσεις που ήταν ιδιωτικού δικαίου μετατράπηκαν σε δημοσίου δικαίου και οι ΔΕ και οι ΥΕ. Αν ο νόμος έπαιρνε ΥΕ, θα μττορούσε να γίνει δημόσιος υπάλληλος. Την κατηγορουμένη την γνωρίζω πάνω από 20 χρόνια. Ήταν συνάδελφος. Εκπλήρωνε τα υπηρεσιακά της καθήκοντα. Δεν έχω ακούσει κάτι κακό για αυτήν. Ένας υπάλληλος για να μονιμοποιηθεί κάνει μια αίτηση και την καταθέτει. Δεν της είχε ζητηθεί ποτέ να προσκομίσει το απολυτήριο της. Το ψάξιμο έγινε αρχές του 2013.
Στο σημείο αυτό, με πρόταση του Εισαγγελέα και εντολή του Προέδρου, και χωρίς να προβληθεί αντίρρηση από κανένα παράγοντα της δίκης αναγνώστηκαν:
- Η υπ’ αριθμ. 5071/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών καθώς και τα πρακτικά αυτής.
- Η από 31-1-2017 ιατρική γνωμάτευση.
- Φωτοαντίγραφο του από 23-12-2013 υπερηχογραφήματος θυρεοειδούς.
- Φωτοαντίγραφο εκκαθαριστικού σημειώματος φορολογικού έτους 2015.
- Φωτοαντίγραφο της από 9-7-2014 βεβαίωσης οικογενειακής κατάστασης.
- Η από 7-2-2017 ιατρική γνωμάτευση.
- Το από 24-02-2014 και με αριθμ. πρωτ.: ΔΥΙα/ΕΜΠ.οικ. 321 Σχετ…. έγγραφο της Διεύθυνσης Προσωπικού, τμήμα προσωπικού του Υπουργείου Υγείας με θέμα «Χορηγούνται στοιχεία».
- Η από 1-9-1989 σύμβαση εργασίας μεταξύ της _____ και της _____ πρόσληψης της _____ .
- Η από 22-6-1993 βεβαίωση του ΙΦΕΤ.
- Το από 19-5-1993 και με αριθμ. πρωτ.: .. έγγραφο του ΙΦΕΤ.
- Η από 20-1-1993 και με αρ. πρωτ.: ΔΥΙα/οικ/3063 απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
- Το από 12-5-1993 και με αρ. πρωτ.: ΔΥ1α/οικ/23829 έγγραφο της Διεύθυνσης Προσωπικού του Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με θέμα «Ανακοίνωση μεταφορά σας».
- Το από 27-5-1993 πρακτικό εμφανίσεως.
- Η από 17-5-2000 και με αρ. πρωτ.: ΔΥΙα/οικ. 10467 απόφαση της Διεύθυνσης Προσωπικού του Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
- Η από 15-9-1999 αίτηση της _____ προς την Δ/νση Προσωπικού, τμήμα Α’ και το υπ’ αριθμ. 169/13-6-2000 ΦΕΚ.
- Το από 3-7-2000 Πρωτόκολλο Ορκωμοσίας.
- Το από 25-9-1980 Απολυτήριον του Λυκείου Θηλέων Νέας Φιλαδέλφειας.
- Το από 25-9-1980 Απολυτήριον του Λυκείου Θηλέων Νέας Φιλαδέλφειας.
- Το από 01 2-2006 και με αρ. γεν. πρ. οικ. .. έγγραφο τας Διεύθυνσης Προσωπικού του Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με θέμα «Δείγματα υπογραφών».
- Η από 11-9-2008 και με αριθμ. πρωτ.: ΔΥ1α/Γ.Π.85748/07 Σχετ. 23359, 111939 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημόσιας Υγείας.
- Η από 8-3-2007 και με αρ. πρωτ.: ΔΥΙα/Γ.Π.ΕΜΠ 647 απόφαση της Διεύθυνσης Προσωπικού του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
- Η από 5-7-2011 αίτηση της _____ προς τη Δ/νση Προσωπικού, γραφείο αδειών.
- Η από 27-6-2011 Βεβαίωση Προόδου του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, το από 18-02-2014 και με αρ. πρωτ.: ΔΥΙα/ΕΜΠ.οικ. 340 έγγραφο της Διεύθυνσης Προσωπικού του Υπουργείου Υγείας με θέμα «Αποδοχές Υπαλλήλου» και το από 1-02-2014 και με αρ. πρωτ.: ΔΥΙα/ΕΜΠ.οικ. 400 έγγραφο της Διεύθυνσης Προσωπικού του Υπουργείου Υγείας με θέμα «Αποδοχές Υπαλλήλου».
- Το από 20-01-2014 και με αρ. πρωτ.: ΔΥΙα/οικ. 113 έγγραφο της Διεύθυνσης Προσωπικού του Υπουργείου Υγείας με θέμα «Αποστολή φακέλου».
- Το από 06-03-2014 και με Α.Π.:Β3γ/οικ.εμπισ. 521 έγγραφο της Διεύθυνσης Οικονομικής Διαχείρισης και Υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας με τίτλο «Αποδοχές υπαλλήλου».
- Πίνακες αποδοχών της _____.
- Το από 16-01-2014 και με αριθμ. πρωτ.: ΔΥΙα/ΕΜΠ.οικ. 72 έγγραφο της Διεύθυνσης Προσωπικού, τμήμα προσωπικού του Υπουργείου Υγείας με θέμα «Αποστολή Φακέλου».
- Κατάσταση Υπαλλήλων του Υπουργείου Υγείας (3 φύλλα).
- Το από 23-12-2013 και με αρ. πρωτ.: . έγγραφο της Διεύθυνσης Δ/θμιας Εκπ/σης Α’ Αθήνας, τμήμα Εκπ/κων Θεμάτων Γεν. Κατ/νσης του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων με θέμα «Έλεγχος γνησιότητας τίτλων σπουδών».
- Μητρώο μαθητών Εσπερινού Λυκείου Αθηνών για την _____.
- Πράξη 1η του Σχολικού Έτους 1980-81 του 2ου Γενικού Λυκείου Ν. Φιλαδέλφειας.
- Η από 16-07-1992 και με αριθμ. πρωτ.: .. αίτηση ανάκλησης απόφασης απόσπασης υπαλλήλου Ι.Φ.Ε.Τ.
- Η από 15-10-1992 αίτηση της _____ προς την Γενική Διεύθυνση Διοικητικής Υποστήριξης.
- Το από 24-09-2007 πιστοποιητικό παρακολούθησης προγράμματος επιμόρφωσης.
- Το από 28-04-2014 πιστοποιητικό Στέλεχος Διοίκησης – Διαχείρισης Έργων.
- Εκθέσεις Αξιολόγησης ετών 2008 και 2009 της _____.
- Η από 26-02-2013 και με αριθμ. πρωτ.: ../26-2-13 απόφαση της Επιτροπής Αξιολόγησης.
- To από 29-6:1992 και με αριθμ. πρωτ.: 2378 έγγραφο με θέμα; Απόσπαση υπαλλήλου.
- Η από 19/04/2013 και με αριθμ. πρωτ.: ΔΥΙα/28626 απόφαση του Υπουργού Υγείας.
- Το υπ’ αριθμ. 40/14-1-2013 ΦΕΚ.
- Η από 23-11-15 Βεβαίωση Σπουδών του Πάντειου Πανεπιστημίου _____ .
- Απόσπασμα Πρακτικού της υπ` αριθμ. 1/24-6-2010 τακτικής συνεδρίασης του Δ.Σ. του ΕΙΚ, Θέματα Η.Δ.
- Αντίγραφο υπ’ αριθμ. _____/5-2-1998 συμβολαίου σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας.
- Το από 09/07/2014 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης.
- Εκκαθαριστικά σημειώματα οικονομικών ετών 2010, 2011, 2012 και 2013.
- Η από 11-7-2014 Βεβαίωση Σπουδών του Πάντειου Πανεπιστημίου για τον _____.
- Το από 19/1/2011 πιστοποιητικό του Πανεπιστημίου Κρήτης για τον _____.
- Βεβαίωση αποδαχών Οκτωβρίου 2013 της _____.
- Λογαριασμός ΕΥΔΑΠ.
- Το από 23/12/2013 υπερηχογράφημα θυροειδούς-παραθυρεοειδούς.
Στη συνέχεια με εντολή του Προέδρου,
Προσήλθε ο μάρτυρας υπεράσπισης, ο οποίος όταν ρωτήθηκε από τον Πρόεδρο για την ταυτότητά του κλπ, απάντησε ότι ονομάζεται _____ , γεννήθηκε στο Χολαργό Αττικής το έτος 1991 και κατοικεί στους Αγίους Αναργύρους Αττικής, οδός Λ. _____ αρ. _____ . Σε σχετική ερώτηση του Προέδρου δήλωσε ότι επιθυμεί να δώσει θρησκευτικό όρκο και ότι είναι Έλληνας και Χριστιανός Ορθόδοξος. Την κατηγορούμενη γνωρίζει και είναι συγγενής του. Αφού ορκίστηκε στο Ιερό Ευαγγέλιο, κατά το άρθρο 218 Κ.Ποιν.Δ., εξετάστηκε και κατέθεσε ότι: «Η κατηγορουμένη είναι μητέρα μου και εργάζεται από 16 ετών. Βοηθούσε τη γιαγιά μου η οποία ήταν καρκινοπαθής. Σε ηλικία ενός έτους ο πατέρας μου μας άφησε και εμένα και την μητέρα μου και τον αδερφό μου και αυτό το λάθος την έφερε εδώ. Τώρα δεν εργάζεται. Δεν έχει κανέναν μισθό. Ούτε και εγώ εργάζομαι. Μόνο ο αδερφός μου εργάζεται. Ο πατέρας μου ήταν πάντα απών. Μας μεγάλωσε με όλη τη δύναμή της. Έκανε ένα λάθος, Έχει ασχοληθεί με άτομα με ειδικές ανάγκες και δεν πληρώθηκε ποτέ για αυτό. Εγώ δεν ήξερα την διαδικασία όταν άλλαξε την εργασία της. Δεν το ήξερα ότι δεν είχε απολυτήριο λυκείου. Το έμαθα όταν έγινε αυτή η ιστορία. Η μητέρα μου σήμερα καθαρίζει σπίτια. Μόνο ο αδερφός μου εργάζεται. Όσα χρόνια εργαζόταν δεν είχε δυσμενή αξιολόγηση. Στο ανοιχτό πανεπιστήμιο μπήκε για να διορθώσει ένα λάθος που την κυνηγάει ακόμα».
Σημειώνεται ότι οι μάρτυρες που αναφέρονται παραπάνω κλήθηκαν ένας – ένας και αφού εξετάστηκαν προφορικά έμειναν στο ακροατήριο και ότι μετά από κάθε μαρτυρία ο Πρόεδρος έδινε το λόγο στον Εισαγγελέα, στους Δικαστές, καθώς και στη συνήγορο της κατηγορουμένης, για να απευθύνουν ερωτήσεις, αν είχαν, προς τους μάρτυρες. Εκείνοι υπέβαλαν ερωτήσεις και οι μάρτυρες απαντούσαν στις ερωτήσεις αυτές, όπως στην κατάθεση κάθε μάρτυρα αναφέρεται.
Μετά από αυτά ο Πρόεδρος ρώτησε τον Εισαγγελέα και όλους τους παράγοντες της δίκης αν χρειάζονται καμία συμπληρωματική εξέταση ή διασάφηση και όταν απάντησαν αρνητικά, ο Πρόεδρος κήρυξε τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και έδωσε το λόγο στον Εισαγγελέα, ο οποίος ανέπτυξε την κατηγορία και πρότεινε την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών και την ενοχή της κατηγορουμένης, όπως πρωτοδίκως.
Η συνήγορος της κατηγορουμένης, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο και ανέπτυξε την υπεράσπιση ζήτησε να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός της παραγραφής, άλλως την μετατροπή της κατηγορίας σε πλημμεληματική.
Κατόπιν ο Πρόεδρος κήρυξε περατωμένη τη συζήτηση.
Το Δικαστήριο αποσύρθηκε στο δωμάτιο το προορισμένο για διάσκεψη και αφού διασκέφθηκε μυστικά, με παρούσα τη Γραμματέα, κατάρτισε την απόφασή του και όταν επανήλθε στην αίθουσα συνεδριάσεων, με παρόντες τον Εισαγγελέα, τη Γραμματέα και όλους τους παράγοντες της δίκης, μέσω του Προέδρου δημοσίευσε, σε δημόσια συνεδρίαση, την απόφασή του, με αριθμό 514/2017 η οποία είναι η εξής:
Επειδή η κρινομένη έφεση έχει νόμιμα και εμπρόθεσμα ασκηθεί, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί από ουσιαστική άποψη.
Επειδή, από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της περάσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο και οι οποίες αναφέρονται ονομαστικά στα πρακτικά, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και από τα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι:
Η κατηγορουμένη __________ εργάστηκε ως υπάλληλος με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του ιδιωτικού, δικαίομ αρχικά στην εταιρεία υπό την επωνυμία “__________” κατά το διάστημα από 6-11-1984 έως και 26-12-1991 και εν συνεχεία από 27-12-1991 έως και 20-5-1993 στο Ινστιτούτο Φαρμακευτικής Ερευνας και Τεχνολογίας (Ι.Φ.Ε.Τ), το οποίο ιδρύθηκε το έτος 1991, με τη συγχώνευση της ως άνω εταιρείας με την Κρατική Φαρμακαποθήκη. Στην από 3-12-1984 αναγγελία προσλήψεως της από την «__________» προς τον ΟΑΕΔ και στις ενδείξεις για τις γραμματικές της γνώσεις φέρεται, προδήλως κατόπιν ιδίας δηλώσεώς της, ως κάτοχος απολυτηρίου του τότε Εξαταξίου Γυμνασίου, δηλαδή ως απόφοιτος Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Με την υπ’ αριθμόν ΔΥ1Α/ΟΙΚβ063/20.1.1993 ΚΥΑ, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 70/τ.Γ/28.4.1993, η κατηγορουμένη μεταφέρθηκε από το Ι.Φ.Ε.Τ. στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με την ίδια εργασιακή σχέση που υπηρετούσε σε εκείνο (σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου) και σε θέρη ειδικότητας ΔΕ Διοικητικού, η οποία συνεστήθη αυτοδικαίως με την ίδια απόφαση, κατόπιν δηλώσεώς της και ανέλαβε υπηρεσία την 27-5-1993. Με τη σχέση αυτή υπηρέτησε στην Κεντρική Υπήρεσία του ΥΎ.Π.Κ.Α μέχρι την 17-5-2000, οπότε με την υπ’ αριθμόν ΔΥΙα/οίκ. 10467/17-5-2000 απόφαση του Γενικού Γραμματέα του ΥΎ.Π.Κ.Α, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 169/τ. Γ713-6-2000, διορίστηκε μόνιμη υπάλληλος του ανωτέρω υπουργείου, δια μετατροπής της εργασιακής της σχέσεως από ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου σε οργανική θέση μονίμου υπαλλήλου του κλάδου ΔΕ Διοικητικού – Λογιστικού, κατόπιν της υπ’ αριθμόν _____/15-9-1999 αίτησής της προς τη Διεύθυνση Προσωπικού του Υ.Υ.Π.Κ.Α, στην οποίαν ανέφερε ότι πληρούσε όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις των άρθρων 14 και 15 παρ. 1α του Ν. 2738/1999 για τη μετατροπή αυτή, μεταξύ των οποίων και το απολυτήριο της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης που ήταν αναγκαίο για την ένταξή της στον κλάδο ΔΕ Διοικητικού – Λογιστικού, και την 3-7-2000 έδωσε τον όρκο του δημοσίου υπαλλήλου, υπό αυτή δε την ιδιότητα ειργάσθη έκτοτε και έως την 31-3-2014, έναντι αποδοχών το συνολικό ποσό των οποίων ανήλθε σε 276.039,95 ευρώ. Τον Σεπτέμβριο του έτους 2013 η Διεύθυνση Προσωπικού του Υ.Υ.Π.Κ.Α διενήργησε έλεγχο της γνησιότητας των τίτλων σπουδών του προσωπικού που απασχολούσε, ζητώντας στοιχεία από τις κατά περίπτωση αρμόδιες διευθύνσεις εκπαίδευσης, στο πλαίσιο δε του ελέγχου αυτού, όσον αφορά την κατηγορουμένη, βάσει στοιχείων που η αρμόδια για την περίπτωσή της Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Α’ Αθηνών, διαβίβασε στο υπουργείο (σχετ. το υπ’ αριθμόν ____/23.12.2013 έγγραφο της ως άνω υπηρεσίας), διεπιστώθη, ότι το υπάρχον στον υπηρεσιακό της φάκελο απολυτήριο του 2ου Γενικού Λυκείου Νέας Φιλαδελφείας ήταν πλαστό (νοθευμένο), διότι ανήκε σε άλλη μαθήτρια, της οποίας το μεν ονοματεπώνυμο είχε απαλειφθεί και στη θέση του είχε αναγραφεί εκείνο της κατηγορουμένης, η δε φωτογραφία είχε ανηκατασταθεί με την αντίστοιχη της κατηγορουμένης, χωρίς να απαλειφθούν οι αριθμοί μαθητολογίου (95) και δημοτολογίου (___/5) που ανήκαν στη δικαιούχο, ενώ οι αντίστοιχοι της κατηγορουμένης ήσαν ___ και ___/4, επιπλέον η μεν κατηγορουμένη είχε εγγραφή στην Α’ Τάξη του ανωτέρω Λυκείου, αλλά με την υπ’ αριθ. ___/19.9.1980 πράξη του Συλλόγου Διδασκόντων είχε απορριφθεί, ενώ Λυκειάρχης κατά το σχολικό έτος 1980 – 1981 είχε, δια της υπ’ αριθ. ___/8.9.1980 πράξεως του ίδιου Συλλόγου, ορισθή άλλος από εκείνον που υπέγραψε το απολυτήριο. Κατά ταύτα, η κατηγορουμένη, ενώ ήταν απόφοιτος Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, ενόθευσε κατά τον ανωτέρω τρόπο απολυτήριό λυκείου άλλης μαθήτριας και εμφάνισε τον εαυτό της ως απόφοιτο Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, καταλαμβάνοντας παράνομα, κατά τη μετατροπή της εργασιακής της συμβάσεώς ιδιωτικού σε δημοσίου δικαίου, οργανική θέση μονίμου υπαλλήλου του κλάδου ΔΕ Διοικητικού – Λογιστικού, για τη ένταξη στην οποίαν απαιτείτο, ως τυπικό προσόν, το απολυτήριο Λυκείου. Περαιτέρω, πλήρως απεδείχθη ότι η κατηγορουμένη την 3.7.2000, ημέρα κατά την οποίαν έδωσε τον όρκο του δημοσίου υπαλλήλου ενώπιον της Προϊσταμένης του Τμήματος Προσωπικού του Υπουργείου Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων λόγω της μετατροπής, με την υπ’ αριθμόν ΔΥΙα/ΟΙΚ. 10467/17.5.2000 απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Υ.Υ.Π.Κ.Α, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 169/τ. Γ/13.6.2000, της συμβάσεώς εργασίας της από ιδιωτικού σε δημοσίου δικαίου και του συνεπεία αυτής διορισμού της σε οργανική θέση μονίμου υπαλλήλου του κλάδου ΔΕ Διοικητικού – Λογιστικού, παρέστησε εν γνώσει της ψευδώς στους αρμόδιους υπαλλήλους του ανωτέρω υπουργείου ότι πληρούσε όλες τις νόμιμες, για τη μετατροπή αυτή, προϋποθέσεις των άρθρων 14 και 15 παρ. 1α του Ν. 2738/1999, μεταξύ των οποίων και το απολυτήριο της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης που ήταν αναγκαίο για την ένταξή της στον κλάδο ΔΕ Διοικητικού – Λογιστικού, ενώ τούτο ήταν ψευδές, διότι το φωτοτυπικό αντίγραφο του απολυτηρίου λυκείου που είχε σε προγενέστερο, μη επακριβώς προσδιορισθέντα, χρόνο στην υπηρεσία της προσκομίσει και υπήρχε στον υπηρεσιακό της φάκελο, ήτοι το από 25-9-1980 απολυτήριο του 2ου Γενικού Λυκείου Νέας Φιλαδελφείας ήταν νοθευμένο και συνεπώς πλαστό, επειδή ανήκε σε άλλη μαθήτρια, της οποίας το μεν ονοματεπώνυμο είχε απαλειφθή και στη θέση τού είχε αναγραφεί εκείνο της κατηγορουμένης η δε φωτογραφία είχε αντικατασταθεί με την αντίστοιχη της κατηγορουμένης, χωρίς να απαλειφθούν οι αριθμοί μαθητολογίου (95) και δημοτολογίου (___/5) που ανήκαν στη δικαιούχο, ενώ οι αντίστοιχοι της κατηγορουμένης ήταν ___ και ___/4, και επιπλέον η μεν κατηγορουμένη είχε εγγράφει στην Α’ Τάξη του πιο πάνω λυκείου αλλά με την υπ’ αριθμόν ___/19.9.1980 πράξη του συλλόγου διδασκόντων είχε απορριφθεί. Λυκειάρχης δε κατά το σχολικό έτος 1980 – 1981 είχε, με την υπ’ αριθμόν ___/8.9.1980 πράξη του ίδιου συλλόγου, οριστεί άλλος από εκείνον που υπέγραψε το απολυτήριο, κατά τα προεκτεθέντα, και συνεπώς αυτή ήταν απόφοιτος της Πρωτοβάθμιας και όχι της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, και έτσι τους έπεισε να την διορίσουν παράνομα σε κλάδο ανώτερο των προσόντων που κατείχε και συγκεκριμένα στον ΔΕ αντί του ΤΕ. Ακολούθως, σε μη εξακριβωθείσα ημερομηνία των μηνών Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου του 2007, ενώ είχε ήδη παρανόμως διορισθή σε οργανική θέση μονίμου υπαλλήλου του κλάδου ΔΕ Διοικητικού – Λογιστικού και εξακολουθούσε να παρέχει τις υπηρεσίες της από τη θέση αυτή λαμβάνοντας συγχρόνως και τις αντίστοιχες αποδοχές, παρέστησε εκ νέου εν γνώσει της ψευδώς στους αρμόδιους υπαλλήλους της Διεύθυνσης Προσωπικού του ως άνω Υπουργείου ότι τυγχάνει κάτοχος απολυτηρίου Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, ζητώντας και λαμβάνοντας από αυτούς επικυρωμένο αντίγραφο του ανωτέρω πλαστού τίτλου σπουδών που υπήρχε στον υπηρεσιακό της φάκελο, για να το υποβάλει στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο ως δικαιολογητικό εγγραφής και φοίτησής της σε αυτό, και ενισχύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την πεπλανημένη πεποίθησή τους ότι νομίμως είχε διορισθή σε οργανική θέση μονίμου υπαλλήλου του κλάδου ΔΕ Διοικητικού – Λογιστικού, ώστε να συνεχίσει να παρέχει παρανόμως τις υπηρεσίες της από τη θέση αυτή και να λαμβάνει τις αντίστοιχες αποδοχές. Με τις ψευδείς δε αυτές παραστάσεις της κατηγορουμένη επέτυχε αρχικά την παράνομη μετατροπή της συμβάσεως εργασίας της στό ιδιωτικού σε δημοσίου δικαίου και τον παράνομο εντεύθεν διορισμό της σε οργανική θέση μονίμου υπαλλήλου του κλάδου του κλάδου ΔΕ Διοικητικού – Λογιστικού και ακολούθως τη συνέχιση της παράνομης από τη ίδια θέση απασχόλησής της καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 3-7-2000 έως 31-3-2014, κατά το οποίο το Ελληνικό Δημόσιο της κατέβαλλε τις αντίστοιχες, στη οργανική αυτή θέση μηνιαίες αποδοχές, το συνολικό ποσό των οποίων ανήλθε, για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, σε 276.039,95 ευρώ, και έτσι έβλαψε παράνομα την περιουσία τούτου κατά το ποσό αυτό, το οποίο αυτή δεν εδικαιούτο, αφού δεν συνέτρεχε στο πρόσωπό της η αναγκαία κατά το νόμο για την καταβολή του προϋπόθεση του απολυτηρίου Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, είχε δε αυτή εξ αρχής σκοπό νά προσπορίσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος, ήτοι το ως άνω ποσό των 276.039,95 ευρώ που έλαβε από το Ελληνικό Δημόσιο, ως μισθοδοσία, ζημιώνοντας αντίστοιχα κατά το ίδιο ποσό την περιουσία του. Περί των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών είναι σαφής και κατηγορηματική η κατάθεση της εξετασθείσης μάρτυρας κατηγορίας, η οποία έχει ιδιαιτέρα βαρύτητα και σημασία, εφ’ όσον επιστηρίζεται εις ιδίαν αντίληψη, επιβεβαιώνεται εν πολλοίς από τα αναγνωσθέντα έγγραφα, ενώ δεν αναιρείται εκ της καταθέσεως των μαρτύρων υπερασπίσεως.
Περαιτέρω και εν σχέσει προς τους υποβληθέντας υπό της κατηγορουμένης αυτοτελείς ισχυρισμούς λεκτέα τα ακόλουθα: Επειδή, ναι μεν δεν υπάρχει βλάβη όταν η ζημία που επήλθε από την απατηλή συμπεριφορά του εξαπατώντος ισοσταθμίζεται από μία ισάξια αντιπαροχή η οποία περιήλθε στον εξαπατηθέντα από την πράξη την οποία αυτός παραπείσθηκε να διαπράξει, πλην αυτό, προϋποθέτει ότι η αντιπαροχή είναι νόμιμη. Στην περίπτωση, π.χ., όπου κάποιος, προσκομίζοντας πλαστό πτυχίο, πετύχει να προσληφθεί σε δημόσια θέση, καίτοι δεν έχει τα νόμιμα προσόντα να καταλάβει αυτή, την θέση και συνεπώς να παράσχει τις υπηρεσίες που παρέχει όποιος έχει τις απαιτούμενες γνώσεις και τα νόμιμα προσόντα, και προσελήφθη εκ του λόγου αυτού παρανόμως, δεν μπορεί να επικαλεσθεί ότι η ζημία του Δημοσίου από την καταβολή σ’ αυτόν αποδοχών της θέσεως που παρανόμως κατέλαβε έχει ισοσταθμισθεί από την παροχή της (μη νόμιμης) εργασίας του και ότι, επομένως, δεν έχει τελεσθεί το έγκλημα της απάτης ΑΠ 196/2015, ΕΦ ΕΥΒ 46/2016 ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, είναι, μη νόμιμος, εντεύθεν απορριπτέος ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι η ζημία του Ελληνικού Δημοσίου από την καταβολή της μισθοδοσίας της αντισταθμίστηκε από την ίσης αξίας αντιπαροχή της εργασίας της και ότι, συνεπώς, δεν στοιχειοθετείται, κατά την αντικειμενική της υπόσταση, η αξιόποινη πράξη της απάτης που της αποδίδει το κατηγορητήριο, ακριβώς επειδή η αντιπαροχή της αυτή, παρασχεθείσα χωρίς τα νόμιμα προσόντα, είναι παράνομη και δεν μπορεί να αντισταθμίσει, την επελθούσα ζημία. Επίσης, αβάσιμος, ως στηριζόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, εντεύθεν απορριπτέος, είναι και ο έτερος ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι το Ελληνικό Δημόσιο θα μετέτρεπε υποχρεωτικά την εργασιακή της σύμβαση από ιδιωτικού σε δημοσίου δικαίου και θα την διόριζε σε οργανική θέση μονίμου υπαλλήλου του κλάδου ΥΕ, που αντιστοιχούσε στα προσόντα της ως κατόχου απολυτηρίου Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης και ότι επομένως η ζημία του περιορίζεται στη διαφορά μεταξύ των αποδοχών που έλαβε ως υπάλληλος του κλάδου ΔΕ και εκείνων που θα ελάμβανε ως υπάλληλος του κλάδου ΥΕ, η οποία κατά τους υπολογισμούς της ανέρχεται σε 26.637,92 ευρώ και καθιστά την πράξη της πλημμέλημα με όλες τις εντεύθεν συνέπειες, διότι τέτοιες υπηρεσίες του κλάδου ΥΕ η κατηγορουμένη δεν παρέσχε ώστε η εις χρήμα αποτίμησή τους να δύναται να συμψηφιστεί με την αντίστοιχη των υπηρεσιών του κλάδου ΔΕ και η ζημία του Ελληνικού Δημοσίου να περιοριστεί στην προκύπτουσα από τον συμψηφισμό διαφορά. Εξ άλλου, χρόνος τελέσεως της απάτης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, δηλαδή προέβη στις ψευδείς παραστάσεις, εξσιτίας των οποίων παραπλανήθηκε ο παθών ή τρίτος. Είναι αδιάφορος τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της ζημίας του παθόντος, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια ή παράλειψη του παθόντος (βλ. ΑΠ 196/2015 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος τυγχάνει ο περί παραγραφής τού ως άνω αδικήματος ισχυρισμός, εφ’ όσον, κατά τα προεκτεθέντα αττεδείχθη ότι χρόνος τελέσεως της πράξεως είναι αρχικά η 3-7-2000 και ακολούθως η μη εξακριβωθείσα ημερομηνία των μηνών Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου του 2007. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και μετ’ απόρριψη των προβληθέντων αυτοτελών ισχυρισμών – εφ’ όσον η κατηγορουμένη στην Αθήνα αρχικά την 3.7.2000 και ακολούθως σε μη εξακριβωθείσα ημερομηνία των μηνών Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου του 2007 έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιους σε πράξη, με την εν γνώσει της παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, προκειμένου να προσπορίσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος, ζημιώνοντας την περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου κατά ποσό που συνολικά υπερβαίνει τα 150.000 ευρώ – πρέπει να κηρυχθεί ένοχος απάτης από την οποίαν το περιουσιακό όφελος και η προξενήθείσα ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950 σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, το δε όφελος που επιδιώχθηκε και επιτεύχθηκε αλλά και η ζημία που προξενήθηκε και απειλήθηκε υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 ευρώ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την δια πληρεξουσίου παρασταθείσα κατηγορουμένη, __________ και της __________ που γεννήθηκε στην Αθήνα το έτος 1962 και κατοικεί στους Αγίους Αναργύρους Αττικής, οδός _____ αρ. _____ .
Δέχεται τυπικά την έφεσή της με αριθμό _____ και χρονολογία 18-12-2015 κατά της απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακ/των Αθηνών με αριθμό 5071/2015.
Απορρίπτει αυτοτελείς ισχυρισμούς.
Κηρύσσει την κατηγορουμένη ένοχη του ότι:
στην Αθήνα αρχικά την 3-7-2000 και ακολούθως σε μη εξακριβωθεΐσα ημερομηνία των μηνών Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου του 2007 έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιου σε πράξη, με την εν γνώσει της παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, προκειμένου να προσπορίσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος, ζημιώνοντας την περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου κατά ποσό που συνολικά υπερβαίνει τα 150.000 ευρώ. Ειδικότερα, την 3-7-2000, ημέρα κατά την οποίαν έδωσε τον όρκο του δημοσίου υπαλλήλου ενώπιον της Προϊστάμενης του Τμήματος Προσωπικού του Υπουργείου Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων λόγω της μετατροπής, με την υπ’ αριθμόν ΔΥΙα/οικ. 10467/17.5.2000 απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Υ.Υ.Π.Κ.Α, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 169/τ. Γ’/13·6-2000, της συμβάσεως εργασίας της από ιδιωτικού σε δημοσίου δικαίου και του συνεπεία αυτής διορισμού της σε οργανική θέση μονίμου υπαλλήλου του κλάδου ΔΕ Διοικητικού — Λογιστικού, παρέστησε εν γνώσει της ψευδώς στους αρμόδιους υπαλλήλους του πιο πάνω υπουργείου ότι πληρούσε όλες τις νόμιμες, για τη μετατροπή αυτή, προϋποθέσεις των άρθρων 14 και 15 παρ. 1α του ν. 2738/1999 μεταξύ των οποίων και το απολυτήριο της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης που ήταν αναγκαίο για την ένταξή της στο κλάδο ΔΕ Διοικητικού — Λογιστικού, ενώ τούτο ήταν ψευδές, διότι το φωτοτυπικό αντίγραφο του απολυτηρίου λυκείοι που είχε σε προγενέστερο, μη επακριβώς προσδιορισθέντα, χρόνο στην υπηρεσία της προσκομίσει και υπήρχε στoν υπηρεσιακό της φάκελο, ήτοι το από 25-9-1980 απολυτήριο του 2ου Γενικού Λυκείου Νέας Φιλαδέλφειας ήταν νοθευμένο και, με την έννοια αυτή, πλαστό, επειδή ανήκε σε άλλη μαθήτρια, της οποίας το μεν ονοματεπώνυμο είχε απαλειφθεί και στη θέση του είχε αναγραφεί εκείνο της κατηγορουμένης η δε φωτογραφία είχε αντικατασταθεί με την αντίστοιχη της κατηγορουμένης, χωρίς να απαλειφθούν οι αριθμοί μαθητολογίου (___) και δημοτολογίου (___/5) που ανήκαν στη δικαιούχο, ενώ οι αντίστοιχοι της κατηγορουμένης ήταν ___ και ___/4, και επιπλέον η μεν κατηγορουμένη είχε εγγράφει στην Α’ Τάξη του πιο πάνω λυκείου αλλά με την υπ’ αριθμόν ___/19.9.1980 πράξη του συλλόγου διδασκόντων είχε απορριφθεί. Λυκειάρχης δε κατά το σχολικό έτος 1980 — 1981 είχε, με την υπ’ αριθμόν ___/8.9.1980 πράξη του ίδιου συλλόγου, οριστεί άλλος από εκείνον που υπέγραψε το απολυτήριο, και συνεπώς αυτή ήταν απόφοιτος της Πρωτοβάθμιας και όχι της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, και έτσι τους έπεισε να την διορίσουν παράνομα σε κλάδο ανώτερο των προσόντων που κατείχε και συγκεκριμένα στον ΔΕ αντί του ΥΕ. Ακολούθως, σε μη εξακριβωθείσα ημερομηνία των μηνών Ιανουάριου – Φεβρουάριου του 2007, ενώ είχε ήδη παρανόμως, κατά τα ανωτέρω, διοριστεί σε οργανική θέση μονίμου υπαλλήλου του κλάδου ΔΕ Διοικητικού – Λογιστικού και εξακολουθούσε να παρέχει τις υπηρεσΐες της από τη θέση αυτή λαμβάνοντας συγχρόνως και τις αντίστοιχες αποδοχές _____ νέου εν γνώσει της ψευδώς στους αρμόδιους υπαλλήλους της Διεύθυνσης Προσωπικού του πιο πάνω _____ τυγχάνει κάτοχος απολυτηρίου Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, ζητώντας και λαμβάνοντος από αυτούς επικυρωμένο αντίγραφο του πιο πάνω πλαστού τίτλου σπουδών που υπήρχε στον υπηρεσιακό της φάκελο, για να το υποβάλλει στο Ελεύθερο Ανοικτό Πανεπιστήμιο ως δικαιολογητικό εγγραφής και φοίτησής της σε αυτό, και ενισχύοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την πεπλανημένη πεποίθησή τους ότι νομίμως είχε διοριστεί σε οργανική θέση μονίμου _____ κλάδου ΔΕ Διοικητικού – Λογιστικού, ώστε να συνεχίσει να παρέχει παρανόμως τις υπηρεσίες της από τη θέση αυτή να λαμβάνει τις αντίστοιχες αποδοχές. Με τις ψευδείς δε αυτές παραστάσεις της η κατηγορουμένη πέτυχε αρχικά την παράνομη μετατροπή της συμβάσεως εργασίας της από ιδιωτικού, σε δημοσίου δικαίου και τον παράνομο εντέλλει διορισμό της σε οργανική θέση μονίμου υπαλλήλου του κλάδου του κλάδου ΔΕ Διοικητικού – Λογιστικού και ακολούθως τη συνέχιση της παράνομης από τη ίδια θέση απασχόλησής της καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την 3-7-2000 έως τις 31-3-2014, κατά το οποίο το Ελληνικό Δημόσιο της κατέβαλλε τις αντίστοιχες στη οργανική αυτή θέση μηνιαίες αποδοχές, το συνολικό ποσό των οποίων ανήλθε, για το πιο πάνω διάστημα, σε 276.039,95 ευρώ, και ότι έβλαψε παράνομα την περιουσία του κατά το ποσό αυτό, το οποίο δεν εδικαιούτο, αφού δεν συνέτρεχε στο πρόσωπό της η αναγκαία κατά το νόμο για την καταβολή του προϋπόθεση του απολυτηρίου Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, είχε δε αυτή εξ αρχής σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος, ήτοι το πιο πάνω ποσό των 276.039,95 ευρώ που έλαβε από το Ελληνικό Δημόσιο ως μισθοδοσία, ζημιώνοντας αντίστοιχα κατά το ίδιο ποσό την περιουσία του.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε αμέσως στο ακροατήριό του, σε δημόσια συνεδρίαση.
Αθήνα 9-2-2017
Ο Πρόεδρος Εφετών Η Γραμματέας
Μετά την απαγγελία της απόφασης διαβάστηκε το ποινικό μητρώο της κατηγορουμένης.
Στο σημείο αυτό της δίκης η συνήγορος της κατηγορουμένης, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, ανέτπυξε προφορικά, κατέθεσε δε και εγγράφως, αυτοτελείς ισχυρισμούς, οι οποίοι καταχωρούνται κατ’ άρθρο 141 παρ. ΚΠΔ, ως έχουν στα πρακτικά και είναι οι εξής:
ΕΝΩΠΙΟΝ TOY Β` ΠΕΝΤΑΜΕΛΟΥΣ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
(κατ’ άρθρο 141 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ. προς καταχώριση στα πρακτικά της δικής)
Της _____ , κατοίκου Αγίων Αναργύρων Αττικής, επί της οδού _____ , αριθμός _____ .
Σε περίπτωση που το Δικαστήριό Σας κρίνει ένοχη την κατηγορούμενη της αποδιδόμενες σε αυτήν αξιόποινες πράξεις, θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι στο πρόσωπό της συντρέχουν οι ελαφρυντικές περιστάσεις ότι έζησε ως το χρόνο τελέσεως του αδικήματος, έντιμη ατομική, οικογενειακή και γενικά κοινωνική ζωή και ότι δεν ωθήθηκε στην πράξη από ταπεινά αίτια, όπως προβλέπονται και τυποποιούνται στα στοιχεία α και β της παραγράφου 2 του άρθρου 84 Π.Κ.
Ειδικότερα,
I.
Σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 2α Π.Κ., ως μία από τις ελαφρυντικές περιστάσεις που μειώνουν την ποινή ορίζεται το ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή.
Συγκεκριμένα, η κατηγορούμενη, μέχρι και την τέλεση της υπό κρίση πράξεως, δεν είχε απασχολήσει, ποτέ, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, τις αστυνομικές αρχές ή τις αρχές της δικαιοσύνης. Ειδικότερα μέχρι την τέλεση της πράξης, διαβιούσε φιλήσυχα και νομοταγώς μετά της οικογενείας και δη των δύο τέκνων της.
Ειδικότερα, η κατηγορούμενη από μικρή ηλικία, ήτοι δεκαέξι (16) ετών, ξεκίνησε να εργάζεται συντηρώντας την οικογένεια της (αποτελούνταν από τον πατέρα της και την μητέρα της, η οποία ήταν καρκινοπαθής με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εργαστεί). Μάλιστα η κατηγορούμενη επιβαρύνονταν τα αυξημένα ιατρικά έξοδα της μητέρας της, ενώ στήριζε υλικά και ψυχικά την μητέρα της από πολύ μικρή ηλικία. Στην εργασία της δε ανέκαθεν, εκτελούσε τα καθήκοντα της με ιδιαίτερη επιμέλεια και σύνεση, διατηρώντας πάντα άριστες σχέσεις με τους συναδέρφους της.
Στην συνέχεια παντρεύτηκε, καρπός του ανωτέρω γάμου ήταν τα δύο της δίδυμα τέκνα της, ηλικίας σήμερα είκοσι πέντε ετών. Σημειωτέον δε, τα ανήλικα τέκνα η κατηγορούμενη τα μεγάλωσε μόνη της, καθώς σε ηλικία ενός (1) έτους τους εγκατέλειψε ο σύζυγος της, με αποτέλεσμα να έχει επιβαρυνθεί όλα τα έξοδα ανατροφής τους και να έχει αναλάβει εξ’ ολοκλήρου την διαπαιδαγώγησή τους.
Η νομολογία άλλωστε δέχεται ότι συντρέχει η συγκεκριμένη ελαφρυντική περίσταση (άρθρο 84 παρ. 2α) όταν ο κατηγορούμενος προ τελέσεως της πράξεως δεν έχει απασχολήσει ξανά τις αστυνομικές αρχές με αντικοινωνικές πράξεις (Α.Π. 1119/1986 Π.Χρ. 1987.32). Επιπροσθέτως η έννοια του εντίμου βίου έχει αξιολογικό περιεχόμενο και προϋποθέτει ουσιαστικό έλεγχο σχετικά με τη σταθερή εκπλήρωση των ατομικών, οικογενειακών και κοινωνικών υποχρεώσεων και καθηκόντων του δράστη (ΑΠ 1157/86).
Ως εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές πως στο πρόσωπο της κατηγορουμένης θα πρέπει να αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση, ότι έως το χρόνο που έγινε το αποδιδόμενο σε αυτήν αδίκημα, έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή και γενικά κοινωνική ζωή (άρθρο 84 παρ. 2 εδ. α` Π.Κ.).
II.
Μεταξύ των ελαφρυντικών περιστάσεων η συνδρομή των οποίων επιφέρει, σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 2 Π.Κ. μείωση της ποινής κατά το άρθρο 83 του ίδιου κώδικα, είναι και εκείνη της περιπτώσεως β’, η οποία συντρέχει και όταν ο δράστης ωθήθηκε στην πράξη από όχι ταπεινά αίτια, δηλαδή σύμφωνα με την έννοια της διατάξεως αυτής, από αίτια που δεν είναι αντίθετα προς την κοινή περί ηθικής ή κοινωνικής τάξης συνείδηση και δεν μαρτυρούν διαστροφή του χαρακτήρα ή κακοβουλία.
Ο όρος «ταπεινά αίτια» αποτελεί αόριστη νομική έννοια, αφού ο νομοθέτης δεν την προσδιορίζει απόλυτα, κατά το περιεχόμενό της, ώστε να είναι δυνατός ο εκ των προτέρων εντοπισμός των περιπτώσεων που υπάγονται σε αυτήν, αλλά την εξειδίκευσή της την αφήνει στη δικαιοπλασία του δικαστή και επιτυγχάνεται μέσω του εργαλειακού μηχανισμού της μεθοδολογίας του δικαίου, καθώς και από τους κανόνες της κοινής πείρας και τα διδάγματα της κοινωνικής ηθικής.
Εν προκειμένω, το γεγονός της παντελούς έλλειψης εκ μέρους της κατηγορούμενης κάθε αίτιου αντίθετου προς την κοινή περί ηθικής ή κοινωνικής τάξης συνείδησης που θα μπορούσε να μαρτυρά διαστροφή του χαρακτήρα της ή κακοβουλία της. Αντίθετα, προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία, αλλά και τα προσκομισθέντα ενώπιόν Σας έγγραφα, ότι η κατηγορούμενη ωθήθηκε στην τέλεση της πράξης λόγω των σοβαρών οικονομικών και προσωτακών προβλημάτων που ανέκυψαν και άρα όχι από ταπεινά αίτια ή με κίνητρο βλάβης οποιουδήποτε.
Πράγματι η κατηγορούμενη, το επίδικο χρονικό διάστημα ήταν μητέρα- δύο ανήλικων τέκνων δύο μόλις ετών. Ο σύζυγος της είχε εγκαταλείψει την συζυγική στέγη με αποτέλεσμα να είχε επιβαρυνθεί εξ’ ολοκλήρου με το σύνολο των εξόδων ανατροφής των ανήλικων τέκνων του. Περαιτέρω, στήριζε οικονομικά την μητέρα της η οποία έπασχε από καρκίνο και λόγω της σοβαρής της ασθένειας δεν μπορούσε να έργαστεί.
Εξ όλων των ανωτέρω καθίσταται σαφές πως στο πρόσωπο της κατηγορουμένου συντρέχει η ελαφρυντική περίσταση ότι ωθήθηκε στην πράξη για την οποία κατηγορείται όχι από ταπεινά αίτια αλλά λόγω σοβαρών οικονομικών και προσωτακών προβλημάτων και κατά συνέπεια θα πρέπει να αναγνωριστεί στο πρόσωπό της η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 β Π.Κ.
Αθήνα, 9 Φεβρουαρίου 2017
Η συνήγορος υπεράσπισης
Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε την απόρριψη του ισχυρισμού περί αναγνώρισης στο πρόσωπο της κατηγορουμένης των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 και 2β Π.Κ.
Η συνήγορος της κατηγορουμένης, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, ζήτησε να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός περί ελαφρυντικών περιστάσεων.
Το Δικαστήριο αποσύρθηκε στο δωμάτιο το προορισμένο για διάσκεψη και αφού διασκέφθηκε μυστικά, με παρούσα τη Γραμματέα, κατάρτισε την απόφασή του και όταν επανήλθε στην αίθουσα συνεδριάσεων, με παρόντες τον Εισαγγελέα, τη Γραμματέα και όλους τους παράγοντες της δίκης, μέσω του Προέδρου δημοσίευσε, σε δημόσια συνεδρίαση, την απόφασή του, με αριθμό 514/2017 η οποία είναι η εξής:
Επειδή, όπως προκύπτει από το αντίγραφο του ποινικού μητρώου της κατηγορουμένης, το οποίο ευρίσκεται στη δικογραφία, αύτη δεν έχει καταδικαστεί αμετάκλητα μέχρι σήμερα, για κακούργημα ή πλημμέλημα, σε ποινή στερητική της ελευθερίας άνω του ενός έτους, ενώ εκ των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων κρίνεται ότι αύτη, μέχρι το χρόνο που έγινε το έγκλημα, έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, εντεύθεν πρέπει να γίνη δεκτός ο υπ’ αυτής σχετικώς προβληθείς αυτοτελής ισχυρισμός και αναγνωρισθή σ’ αυτήν η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ.
Επειδή, για να συντρέξει ελαφρυντική η περίσταση του άρθρου 84 του παρ. 2 στοιχ. β’ του ΠΚ πρέπει ο υπαίτιος να ωθήθηκε στην πράξη από αίτια μη ταπεινά, δηλαδή όχι αντίθετα προς την κοινή περί ηθικής ή κοινωνικής τάξεως συνείδηση. Εν προκειμένω, η κατηγορουμένη διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της εζήτησε την αναγνώριση της συνδρομής στο πρόσωπό ταύτης της ελαφρυντικής περιστάσεως των μη ταπεινών αιτίων, καθ’ όσον ωθήθηκε στην πράξη για την οποία κατηγορείται όχι από ταπεινά αίτια αλλά λόγω σοβαρών οικονομικών και προσωπικών προβλημάτων. Ειδικώτερον ισχυρίσθη ότι «το επίδικο χρονικό διάστημα ήταν μητέρα δύο ανήλικων τέκνων δύο μόλις ετών. Ο σύζυγος της είχε εγκαταλείψει την συζυγική στέγη με αποτέλεσμα να είχε επιβαρυνθεί εξ ολοκλήρου με το σύνολο των εξόδων ανατροφής των ανήλικων τέκνων της. Περαιτέρω, στήριζε οικονομικά την μητέρα της η οποία έπασχε από καρκίνο και λόγω της σοβαρής της ασθένειας δεν μπορούσε να εργαστεί». Κρίνεται ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις δια την αναγνώριση στην κατηγορούμενη αυτής της ελαφρυντικής περιστάσεως, καθ’ όσον τα επικαλούμενα αίτια για την τέλεση, της ως άνω εγκληματικής πράξεως τυγχάνουν αντίθετα προς την κοινή περί ηθικής ή κοινωνικής τάξεως συνείδηση. Διότι είναι ταπεινά τα αίτια δράστου ο οποίος, προσκομίζοντας πλαστό πτυχίο, πετύχει να προσληφθεί σε δημόσια θέση, καίτοι δεν έχει τα νόμιμα προσόντα να καταλάβει αυτή την θέση και συνεπώς να παράσχει τις υπηρεσίες που παρέχει όποιος έχει τις απαιτούμενες γνώσεις και τα νόμιμα προσόντα, και προσελήφθη εκ του λόγου αυτού παρανόμως. Η επικαλούμενη ανάγκη πορισμού χρημάτων δεν δύναται να να ενταχθή στην έννοια των μη ταπεινών αιτίων, η στοιχειοθέτηση των οποίων απαιτεί μεγάλη ένδεια που να δικαιολογεί την ώθηση στη διάπραξη του ιδιαίτερα βαρύτατου εγκλήματος της απάτης εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου. Συνεπώς, ο αυτοτελής ισχυρισμός ταύτης περί συνδρομής στο πρόσωπό της τής ως άνω από το άρθρο 84 παρ. 1 και 2 στοιχ. β Π.Κ. προβλεπομένης ελαφρυντικής περιστάσεως της μεταγενεστέρας καλής συμπεριφοράς είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την δια πληρεξουσίου παρασταθείσα κατηγορουμένη, _____ και της _____ που γεννήθηκε στην Αθήνα το έτος 1962 και κατοικεί στους Αγίους Αναργύρους Αττικής, οδός _____ αρ. ___ .
Το Δικαστήριο δέχεται ότι στο πρόσωπο του κατηγορουμένου συντρέχει ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ, ήτοι ο κατηγορούμενος μέχρι το χρόνο που έγινε το έγκλημα, έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή.
Απορρίπτει αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνώρισης στο πρόσωπο της κατηγορουμένης της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2β Π.Κ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε αμέσως στο ακροατήριό του, σε δημόσια συνεδρίαση.
Αθήνα 9-2-2017
Ο Πρόεδρος Εφετών Η Γραμματέας
Μετά την απαγγελία της παραπάνω απόφασης.
Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε να επιβληθεί στην κατηγορούμενη, που κηρύχθηκε ένοχη, ποινή φυλάκισης πέντε (5) ετών και να της επιβληθούν τα έξοδα της δίκης.
Η συνήγορος της κατηγορουμένης, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, ζήτησε να επιβληθεί στην κατηγορούμενη το ελάχιστο όριο των προβλεπόμενων υπό του νόμου ποινών.
Το Δικαστήριο αποσύρθηκε στο δωμάτιο το προορισμένο για διάσκεψη και αφού διασκέφθηκε μυστικά, με παρούσα τη Γραμματέα, κατάρτισε την απόφασή του και όταν επανήλθε στην αίθουσα συνεδριάσεων, με παρόντες τον Εισαγγελέα, τη Γραμματέα και όλους τους παράγοντες της δίκης, μέσω του Προέδρου δημοσίευσε, σε δημόσια συνεδρίαση, την απόφασή του, με αριθμό 514/2017 η οποία είναι η εξής:
Επειδή, οι πράξεις για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχη η κατηγορούμενη προβλέπονται και τιμωρούνται από τα άρθρα 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 386 παρ. 3β 1 του ΠΚ 1 παρ. 1α του Ν.1608/1950.
Επειδή, κατά το άρθρο 79 Π. Κ., το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τόσο τη βαρύτητα του εγκλήματος, όσο και την προσωπικότητα της κατηγορουμένης, που κηρύχθηκε ένοχη, Για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος το Δικαστήριο αποβλέπει στη βλάβη που προξένησε το έγκλημα ή τον κίνδυνο που προκάλεσε, στη φύση, στο είδος και στο αντικείμενο τoυ εγκλήματoς, καθώς επίσης σε όλες τις περιστάσεις χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου που συνόδευαν την προπαρασκευή ή την εκτέλεσή του, στην ένταση του δόλου της κατηγορουμένης. Κατά την εκτίμηση της προσωπικότητας της κατηγορουμένης το Δικαστήριο σταθμίζει ιδίως το βαθμό της εγκληματικής της διάθεσης που εκδήλωσε κατά την πράξη. Για να την διαγνώσει με ακρίβεια εξετάζει τα αίτια που την ώθησαν στην εκτέλεση του εγκλήματος, την αφορμή που της δόθηκε και το σκοπό που επεδίωξε, το χαρακτήρα της και το βαθμό της ανάπτυξής του, στις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και την προηγούμενη ζωή της, τη διαγωγή της κατά τη διάρκεια της πράξης και μετά την πράξη, ιδίως την μετάνοια που επέδειξε και την προθυμία της να επανορθώσει τις συνέπειες των πράξεών της, συνάμα δε τόσο τους οικονομικούς όρους, όσο και των μελών της οικογένειάς της, τα οποία συντηρεί. Έχοντας όλα αυτά υπόψη το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιβληθεί στην κατηγορούμενη ποινή φυλάκισης πέντε (5) ετών.
Επειδή, κατά το άρθρο 582 Κ.Ποιν. Δ., κάθε κατηγορούμενος που καταδικάζεται σε ποινή, καταδικάζεται ταυτόχρονα, με την ίδια απόφαση και στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, σε συνδυασμό προς την με αρ. 123827/23- 12-2010 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β’ 1991/23-12-2010) που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 3 Ν. 663/1977 και καθορίζει το ύψος αυτών, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της κατηγορουμένης τα έξοδα της δίκης, που ανέρχονται σε 500 ευρώ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Καταδικάζει την κατηγορούμενη, που κηρύχθηκε ένοχη, σε ποινή φυλάκισης πέντε (β) ετών και στα έξοδα της δίκης 500 ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε, αμέσως στο ακροατήριό του, σε δημόσια συνεδρίαση.
Αθήνα 9-2-2017
Ο Πρόεδρος Εφετών Η Γραμματέας
Μετά την απαγγελία της παραπάνω απόφασης,
Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε να ανασταλεί η εκτέλεση της ποινής φυλάκισης των πέντε (5) ετών που επιβλήθηκε στην κατηγορούμενη για πέντε (5) χρόνια με τους περιοριστικούς όρους : α) Της εμφάνισής της το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα στο AT κατοικίας της και β) υπό την επιμέλεια της επιτήρησης επιμελητή κοινωνικής αρωγής.
Η συνήγορος της κατηγορουμένου, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, ζήτησε να ανασταλεί η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στην κατηγορούμενο επί τριετία.
Το Δικαστήριο αποσύρθηκε στο δωμάτιο το προορισμένο για διάσκεψη και αφού διασκέφθηκε μυστικά με παρούσα τη Γραμματέα, κατάρτισε την απόφασή του και όταν επανήλθε στην αίθουσα συνεδριάσεων, με παρόντες τον Εισαγγελέα, τη Γραμματέα και όλους τους παράγοντες της δίκης, μέσω του Προέδρου δημοσίευσε, σε δημόσια συνεδρίαση, την απόφασή του, με αριθμό 514/2017, η οποία είναι η εξής:
Επειδή όπως προκύπτει από το αντίγραφο του ποινικού μητρώου κατηγορουμένης, το οποίο βρίσκεται στη δικογραφία, αυτή δεν καταδικαστεί αμετάκλητα μέχρι σήμερα, για κακούργημα ή πλημμέλημά, σε ποινή στερητική της ελευθερίας (που να υπερβαίνουν αθροιστικά τους έξι (6) μήνες). Από την έρευνα των περιστάσεων υπό τις οποίες διαπράχθηκε η πράξη και ιδιαίτερα από τα αίτιά της, τον προηγούμενο βίο και το χαρακτήρα της κατηγορουμένης, της διαγωγής της μετά την τέλεση της πράξης, τη μετάνοια που επέδειξε όπως και η προθυμία της να επανορθώσει τις συνέπειές της, το Δικαστήριο κρίνει ότι η εκτέλεση της ποινής δεν είναι απαραίτητη για να την αποτρέψει από τη διάπραξη άλλων αξιόποινων πράξεων και πρέπει σύμφωνα με τα άρθρα 99 και 100 Π,Κ. να ανασταλεί η εκτέλεση της ποινής φυλάκισης των πέντε (5) ετών, που της επιβλήθηκε, για πέντε (5) χρόνια, με τους περιοριστικούς όρους : α) Της εμφάνισής της το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα στο AT κατοικίας της και β) υπό την επιμέλεια της επιτήρησης επιμελητή κοινωνικής αρωγής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναστέλλει την εκτέλεση της ποινής φυλάκισης των πέντε (5) ετών που επιβλήθηκε στην κατηγορούμενη για πέντε (5) χρόνια με τους περιοριστικούς όρους : α) Της εμφάνισής της το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα στο AT κατοικίας της και β) υπό την επιμέλεια της επιτήρησης επιμελητή κοινωνικής αρωγής.
Ο Πρόεδρος γνωστοποίησε στην κατηγορουμένη που καταδικάστηκε, μέσω της πληρεξουσίου της δικηγόρου, ότι εάν κατά το διάστημα της αναστολής καταδικαστεί αμετάκλητα σε ποινή στερητική της ελευθερίας για κακούργημα ή πλημμέλημα που διέπραξε μέσα στο χρόνο της αναστολής, θα εκτίσει και την ποινή που έχει ανασταλεί, σύμφωνα με το άρθρο 102 Π. Κ.
Τέλος, ο Πρόεδρος ενημέρωσε την κατηγορουμένη, μέσω της πληρεξουσίου της δικηγόρου, ότι έχει το δικαίωμα, μέσα στη νόμιμη προθεσμία, να ασκήσει αναίρεση κατά της απόφασης. Εξήγησε δε συνοπτικά σ’ αυτόν όσα απαιτούνται για να είναι έγκυρο και τυπικά δεκτό το ένδικο τούτο μέσο (άρθρο 407 Κ.Ποιν. Δ. και 11 Ν. 469/1972).
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε, αμέσως στο ακροατήριό του, σε δημόσια συνεδρίαση.
Αθήνα 9-2-2017
Ο Πρόεδρος Εφετών Η Γραμματέας